Αρχείο

Archive for the ‘Πολιτικά’ Category

«Τὸ μυστή­ριον τοῦ μέλλο­ντος ἡμῶν»: Ελλάδα και Κύπρος στον τρίτο αιώνα από την Επανάσταση του 1821

10 Μαρτίου, 2022 Σχολιάστε

Οι Κύπριοι «ανταγωνιστές μας» ΙΙ: ο ΔΟΑΤΑΠ ως «ακαδημαϊκός Αττίλας»

23 Ιουλίου, 2020 10 Σχόλια

Πριν έναν χρόνο δημοσιεύσαμε σε αυτό τον ιστότοπο το πρώτο μέρος της ανάλυσης ενός άκρως ανησυχητικού φαινομένου. Παραπέμποντας σε χαρακτηριστικές δημόσιες δηλώσεις που έκαναν ο νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η νυν υπουργός παιδείας Νίκη Κεραμέως στις αρχές του 2019 προσπαθήσαμε να αναδείξουμε μια ιστορικά και εθνικά αδιανόητη αντίληψη που διέπει την παρούσα ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, υπό την θλιβερή ανοχή, δυστυχώς, των υπολοίπων πολιτικών κομμάτων: την αντίληψη της Κύπρου ως ανταγωνιστικής χώρας στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης. Παρά το ότι οι εν λόγω δηλώσεις ήταν σοκαριστικά και κυνικά σαφείς, παρά το ότι η αφόρητα ελλαδοκεντρική αντίληψη του ελληνισμού που διέπει τον νυν πρωθυπουργό επιβεβαιώθηκε στις αρχές του 2020 με τη γνωστή ρήση περί «μικρής οθωμανικής επαρχίας», ακόμα κι εμείς οι ίδιοι δεν διανοούμασταν ότι μόλις έναν χρόνο μετά το άρθρο μας εκείνο οι εκτιμήσεις μας θα επιβεβαιώνονταν με τον πλέον δραματικό και προκλητικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, στις 14 Ιουλίου 2020, δηλαδή μία μόλις ημέρα πριν την επέτειο του πραξικοπήματος του 1974, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή και κατοχή ενός σημαντικού τμήματος της Κύπρου, ο ελλαδικός ΔΟΑΤΑΠ κοινοποίησε μια απόφαση, με την οποία αποπειράται να καταστρέψει ένα σημαντικό τμήμα της κυπριακής ανώτατης εκπαίδευσης.

Αριστερά: ιστοσελίδα οργανισμού αναγνώρισης πανεπιστημιακών τίτλων. Δεξιά: ιστοσελίδες πανεπιστημίων, των οποίων τα πτυχία αναγνωρίζονται από τον οργανισμό στα αριστερά…

«Επικαιροποιώντας» (δηλαδή αλλάζοντας ριζικά) το πλαίσιο αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών που αποκτήθηκαν με σπουδές εξ αποστάσεως, η απόφαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για να αναγνωριστούν οι εν λόγω τίτλοι από τον ΔΟΑΤΑΠ «ο τόπος των δια ζώσης γραπτών εξετάσεων και των ομαδικών συναντήσεων, θα πρέπει να είναι στο εξής η έδρα του Πανεπιστημίου ή οποιοδήποτε άλλο εξεταστικό κέντρο στη χώρα της έδρας του Πανεπιστημίου». Τι σημαίνει αυτό; Μέχρι πρότινος, οι Ελλαδίτες που φοιτούν σε εξ αποστάσεως προγράμματα των κυπριακών πανεπιστημίων μπορούσαν να δίνουν τις «δια ζώσης» γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων τους σε εξεταστικά κέντρα που ενοικιάζονταν προς τον σκοπό αυτό στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Η ουσιαστική αυτή πρακτική διευκόλυνση οδήγησε τα τελευταία χρόνια πολλούς Ελλαδίτες να στραφούν στην κυπριακή εξ αποστάσεως εκπαίδευση, συνειδητοποιώντας παράλληλα τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και την υψηλή ποιότητα αρκετών εξ αποστάσεων προγραμμάτων που προσφέρουν τα κυπριακά πανεπιστήμια. Ιδίως την περίοδο της πανδημίας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ψηφιακής ακαδημαϊκής κουλτούρας των κυπριακών ιδρυμάτων αναδείχθηκαν με τρόπο τόσο εύγλωττο και δυναμικό που, καθώς φαίνεται, θορύβησε συγκεκριμένους, παρά τω πρωθυπουργώ, ελλαδικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, υφισταμένους και μελλοντικούς. Έτσι, ανατέθηκε στον ΔΟΑΤΑΠ η αποστολή «εκκαθάρισης» των «Κυπρίων ανταγωνιστών», καθιστώντας υποχρεωτική για τους Ελλαδίτες φοιτητές μια μη ρεαλιστική διαδικασία: να μεταβαίνουν για τις εξετάσεις τους κάθε εξάμηνο στην ίδια την Κύπρο. Αν και η απόφαση αναφέρεται γενικά σε «αλλοδαπούς τίτλους», αποφεύγοντας έντεχνα την προκλητική ονομαστική αναφορά στην Κύπρο, δεν χωρούν ιδιαίτερες αμφιβολίες για το ποιος είναι ο κύριος στόχος της.

Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, η πιθανότατα πολλαπλώς παράνομη αυτή απόφαση ενδέχεται να ακυρωθεί δικαστικά, να παρακαμφθεί νομικά (με διάφορους τρόπους) ή να μην εφαρμοστεί ποτέ όπως «οραματίστηκαν» οι εμπνευστές της. Σε ιστορικό και πολιτικό επίπεδο, όμως, η απόφαση μπορεί ήδη να κριθεί. Και είναι αλήθεια ότι τόσο οι εμφανείς όσο και οι βαθύτερες διαστάσεις της προκαλούν αποτροπιασμό σε κάθε άνθρωπο που θα επιθυμούσε να εισέλθει η Ελλάδα στον τρίτο αιώνα του κρατικού της βίου ως μια (έστω πιο) σύγχρονη, εξωστρεφής και αληθινά φιλελεύθερη χώρα. Με την φαύλη, δηλαδή, αυτή απόφαση η κυβέρνηση Μητσοτάκη δια μέσω του ΔΟΑΤΑΠ:

— Αποπειράται να καταργήσει κατ’ ουσίαν την ίδια την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, το νόημα της οποίας είναι ακριβώς η άρση των γεωγραφικών και διακρατικών συνόρων.

— «Τιμωρεί» ένα πλήθος εργαζομένων ανθρώπων από την Ελλάδα, οι οποίοι αναζήτησαν στην Κύπρο και στην ευέλικτη, ψηφιακή εξ αποστάσεως εκπαίδευση μια ευκαιρία αναβάθμισης των προσόντων τους και δια βίου μάθησης.

— Ασκεί –και εκτός συνόρων– νεκροπολιτική εις βάρος πολλών, νέων κυρίως επιστημόνων από την Ελλάδα, οι οποίοι βρήκαν στην Κύπρο και στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση δυνατότητα εργασίας και ακαδημαϊκή προοπτική. Την προοπτική εκείνη που τους στέρησε η Ελλάδα, καθώς η «μικρή οθωμανική επαρχία» εξελίχθηκε όχι σε «κράτος-πρότυπο», αλλά σε «κράτος-φέουδο» παντοειδών συμφερόντων. Με κάποια δόση πικρού χιούμορ θα λέγαμε ότι οι αναγκαστικά εκπατρισμένοι νέοι επιστήμονες θα αρχίσουν σε λίγο να αισθάνονται/αισθανόμαστε σαν τους εγκληματίες του ναζιστικού καθεστώτος που τους καταδίωκαν οι γνωστοί «κυνηγοί» και η Μοσάντ σε όλα τα μέρη του κόσμου…

— Εξευτελίζει κάθε έννοια υγιούς, επί ίσοις όροις ανταγωνισμού, προωθώντας ελλαδικά συμφέροντα, τα οποία μη όντας, καθώς φαίνεται, ικανά να αναβαθμίσουν το επίπεδό τους, επιδιώκουν απλώς παραδοσιακά «να ψοφήσει η κατσίκα του (Κύπριου) γείτονα».

— Αποπειράται να καταστρέψει ένα μοντέλο «εξαγώγιμης» (tradable) πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αντί να παραδειγματιστεί από αυτό και να επιδιώξει γόνιμες συνεργασίες προς το συμφέρον και της Ελλάδας. Ας θυμηθούμε εδώ ότι το έλλειμμα διεθνώς εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών επισημάνθηκε την περίοδο της μεγάλης ελληνικής οικονομικής κρίσης ως μία από τις βασικές αιτίες της.

— Αναπαράγει, σε εποχές 4ης βιομηχανικής επανάστασης, μια οπισθοδρομική τεχνοφοβική νοοτροπία, η οποία αφενός μεν αποπειράται να «συγκρατήσει» την επίδραση της τεχνολογίας στην ανώτατη εκπαίδευση, πλήττοντας τα ιδρύματα που την αξιοποιούν, και αφετέρου αντιλαμβάνεται το διαδίκτυο ως «υποκατάστατο» της «δια ζώσης» εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η ίδια η χρήση της έννοιας «δια ζώσης» ως συνώνυμης της φυσικής, εκ του σύνεγγυς διαδικασίας υποδηλώνει ξεκάθαρα το έλλειμμα εξοικείωσης των εμπνευστών της φαύλης απόφασης με τη σύγχρονη ψηφιακή τηλεκπαίδευση, η οποία μπορεί κάλλιστα και αυτή να χαρακτηριστεί «δια ζώσης» (ακόμα και ο ίδιος ο ΔΟΑΤΑΠ αναγκάζεται να την χαρακτηρίσει «τύπου-δια-ζώσης», σε μια ελαφρώς κωμική διατύπωση). Αρκεί, άλλωστε, αντί όλων των ανωτέρω, μια ματιά στην –απερίγραπτης αισθητικής– ιστοσελίδα του ΔΟΑΤΑΠ (βλ. εικόνα) για να γίνει σαφές ότι η αποστολή καταστροφής της εξ αποστάσεως ψηφιακής εκπαίδευσης ανατέθηκε όντως στους καλύτερους…

— Διασύρει κάθε έννοια αξιολόγησης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, εισάγοντας ενδεχομένως μια νέα, πρωτότυπη διαδικασία ελέγχου…των αποκομμάτων αεροπορικών εισιτηρίων των φοιτητών ως μέσου πιστοποίησης όχι της ποιότητας των σπουδών, αλλά…του τόπου όπου έλαβε χώρα η εξέταση των φοιτητών.

— Απειλεί να ανασχέσει μία από τις πιο όμορφες διαδικασίες των τελευταίων δεκαετιών στους κόλπους του ευρύτερου ελληνισμού: τις αθόρυβες, άτυπες, αλλά πολύ ουσιαστικές διεργασίες «ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω των πολύπλευρων δεσμών που δημιουργούνται μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων χάρη στην κυπριακή εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Δείχνοντας καλή πίστη, ας εικάσουμε πως όσοι έλαβαν την σκανδαλώδη απόφαση απλώς αγνοούν τις διεργασίες αυτές (όπως πιθανότατα και την ίδια την ιστορία του οράματος της Ένωσης, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, κλπ.).

— Επιδεικνύει, τέλος, μνημειώδη ιστορική απαιδευσία και ασέβεια, κοινοποιώντας την εν λόγω απόφαση μία μόλις ημέρα πριν την επέτειο του πραξικοπήματος του 1974.

Εάν υποτεθεί πως η εν λόγω απόφαση του ΔΟΑΤΑΠ ελήφθη εν αγνοία του πρωθυπουργού, μπορεί κάλλιστα ο ίδιος να επιληφθεί του θέματος, να ακυρώσει την απόφαση και να αποπέμψει τους ακαδημαϊκούς Παλαιοημερολογίτες του ΔΟΑΤΑΠ, αλλά και την υπουργό παιδείας, σε περίπτωση που φέρει και η ίδια ευθύνη για την αδιανόητη διατάραξη των σχέσεων Ελλάδος-Κύπρου εν καιρώ ελληνοτουρκικής κρίσης. Αν, όμως, όπως φοβούνται πολλοί, πρόκειται για απόφαση άνωθεν υπαγορευμένη, τότε αξίζει να τεθεί το ερώτημα τι σκέφτεται για όλα αυτά η βάση του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Τι σκέφτονται ιδίως αρκετοί Βορειοελλαδίτες με προσφυγική καταγωγή, οι οποίοι, υπό άλλες ιστορικές συνθήκες, θα μπορούσαν να ζουν ακόμα στις πατρογονικές τους εστίες και να έχουν αναπτύξει εκεί εξαίρετα πανεπιστήμια, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Αμισό, στην Τραπεζούντα, κ.α.; Πώς θα ένιωθαν, άραγε, σε αυτή την περίπτωση αν η παρούσα ηγεσία της ΝΔ και το δίδυμο Μητσοτάκη-Κεραμέως τους αντιμετώπιζε όπως αντιμετωπίζει σήμερα τον ελληνισμό της Κύπρου; Πόσο, ιστορικά και πολιτισμικά αναλφάβητο, «ελλαδοκεντρισμό» αντέχει ο σημερινός ελληνισμός;

Εξαντλώντας την καλή μας πίστη, ευελπιστούμε ότι η απαράδεκτη απόφαση που αποτελεί την αφορμή για το παρόν άρθρο θα ακυρωθεί όχι μόνο μέσω των νομικών ενεργειών της κυπριακής πλευράς, αλλά και μέσω ενεργού πρωτοβουλίας του ίδιου του πρωθυπουργού της Ελλάδας. Αν τέτοια πρωτοβουλία δεν αναληφθεί, τότε ελπίζουμε, αν μη τι άλλο, αν στο μέλλον το απαιτήσουν κάποια άλλα συμφέροντα, πέραν της ελλαδικής φοιτητικής κοινότητας ο κ. Μητσοτάκης να μην αποσύρει από την Κύπρο και την ΕΛΔΥΚ.

Κατηγορίες:Πολιτικά

ΜΠΣ «ΠΝΥΚΑ»: Πολιτική και εθνική/πολιτισμική ταυτότητα (βίντεο διαδικτυακής εκδήλωσης, 17/06/2020)

19 Ιουνίου, 2020 Σχολιάστε

Οδεύοντας προς το επετειακό έτος 2021 και εν μέσω εύλογου προβληματισμού για τον, προς το πα­ρόν, ασπόνδυλο και αμφιλεγόμενο χαρακτήρα συγκεκριμένων εόρτιων εγχειρημάτων, αποκτά κε­ντρική σημασία η συγκροτημένη μελέτη της εθνικής και ευρύτερης πολιτισμικής ταυτότητας. Επι­θυμώντας να καταδείξει τη θεμελιώδη αξία που έχει για την πολιτική η ουσιαστική εξοικείωση με την κοινωνική, ιστορική και πολιτισμική θεωρία, το ΜΠΣ «ΠΝΥΚΑ: Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη» διοργάνωσε την Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020 δημόσια διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: Πολιτική και εθνική/πολιτισμική ταυτότητα. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο γράφων υπό την ιδιότητα του Ακαδημαϊκού Υπευθύνου του ΜΠΣ της ΠΝΥΚΑΣ, αναπτύσσοντας το θέμα «Πολιτισμική ταυ­τότητα και πολιτική: από τη θεωρία στην πράξη», και ο Λυκούργος Κουρκουβέλας (Δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) με θέμα «Εθνική ιδεολογία, ιστοριογραφία και το ζήτημα της “συνέχειας” του ελληνικού έθνους». Παρέμβαση στην εκδήλωση έκανε και ο Αθανάσιος Γραμμένος (Δρ. Διεθνών Σχέσεων) σχολιάζοντας τις πολιτικές προσλαμβάνουσες της ταυτότητας, όπως αυτές αποτυπώνονται στον ρόλο και στις πρόσφατες παρεμβάσεις της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».

Μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών πτυχών, οι ομιλητές προσπάθησαν να αναδείξουν το ενίοτε ανεπίγνωστο, βαθύτερο υπόβαθρο του δημοσίου λόγου σε ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας, τις τάσεις εκείνες της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, στις οποίες ανάγονται συγκεκριμένες δημόσιες τοποθετήσεις περί έθνους και εθνικής ταυτότητας, ενώ εξόχως ουσιαστική και επίκαιρη ήταν η πρόταση που διατυπώθηκε περί αναστολής της λειτουργίας της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» και ανάθεσης του έργου της στην Ακαδημία Αθηνών. Με αφορμή την πρόταση αυτή του Αθανάσιου Γραμμένου θα θέλαμε από τη θέση αυτή να εκφράσουμε και μια δική μας σκέψη: το πόσο σημαντικό, αλλά και ιδιαιτέρως συμβολικό θα ήταν αν, στο πλαίσιο προφανώς εντελώς διαφορετικών αντιλήψεων, είχε ανατεθεί η ευθύνη των επετειακών εκδηλώσεων σε μια διεπιστημονική ομάδα αξιόλογων επιστημόνων αποκλειστικά της νεότερης γενιάς, συμπεριλαμβανομένων πολλών ανέργων και υποαπασχολουμένων ερευνητών, καθώς και αρκετών εξ όσων αναγκάστηκαν τα χρόνια της κρίσης να φύγουν στο εξωτερικό. Ακολουθεί το βιντεοσκοπημένο αρχείο της διαδικτυακής εκδήλωσης, με τις θερμότερες ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές και συμμετέχοντες.

ΜΠΣ «ΠΝΥΚΑ»: Δημόσιος λόγος – Ρητορική & Επιχείρημα (βίντεο διαδικτυακής εκδήλωσης, 30/04/2020)

Σε εποχές κρίσεων (οικονομικών, υγειονομικών, κλπ.) η ποιότητα του δημοσίου λόγου αποκτά καί­ρια σημασία για την πολιτική διαδικασία. Η αξία της υπεύθυνης, έλλογης και ποιοτικής επιχειρημα­τολογίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στη σύγχρονη κοινωνία του διαδικτύου και των μέσων κοινω­νικής δικτύωσης, όπου σχεδόν κάθε πολίτης δύναται να μετατραπεί σε φορέα δημοσίου λόγου. Στις συνθήκες αυτές η διαφορά ανάμεσα στην πεπαιδευμένη και μη δημόσια εκφορά πολιτικών ή επι­στημονικών θέσεων είναι ενίοτε η διαφορά ανάμεσα στην καταλλαγή και τη σύγκρουση, τη μετριο­πάθεια και τον διχασμό, τη σύνθεση και την πόλωση. Κατά συνέπεια, στις μέρες μας καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη μιας συστηματικής εκπαίδευσης στη ρητορική και την επιχειρηματο­λογία, ιδίως μάλιστα σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, όπου η ενασχόληση με τα εν λόγω πε­δία εμπνέεται ούτως ή άλλως πάντοτε και από μια πλούσια αρχαία παράδοση. Την ανάγκη αυτή υπηρετεί και η διδασκαλία της ρητορικής στο πρόγραμμα της ΠΝΥΚΑΣ, του νέου Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στην Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Επιθυμώντας να προσφέρει μια πρόγευση αυτής της διδασκαλίας, το ΜΠΣ της ΠΝΥΚΑΣ διοργάνωσε την Πέμπτη 30 Απριλίου 2020 (18:00-21:00) δημόσια διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: Δημόσιος Λόγος – Ρητορική & Επιχείρημα. Ομιλητές της εκδήλωσης, την οποία προλόγισε ο γράφων με την ιδιότητα του Ακαδημαϊκού Υπευθύνου της ΠΝΥΚΑΣ, ήταν ο Κωνσταντίνος Π. Τσίνας (Λέκτορας Ποινικής Δικονομίας στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου), που ανέπτυξε το θέμα «Επιχείρημα, προσωπικότητα και ειλικρίνεια στον δημόσιο λόγο», και ο Ανδρέας Σεραφείμ (Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης & Ακαδημία Αθηνών) με θέμα «Η πιο γνωστή μας άγνωστη ρητορική: Τεχνικές πει­θούς στην αρχαία και σύγχρονη πολιτική και δικαστική επικοινωνία».

Χάρη στο υψηλότατο επίπεδο, την εμβρίθεια, γλαφυρότητα και διαδραστικότητα των ομιλιών, η εκδήλωση εξελίχθηκε σε μια απολαυστική και άκρως διδακτική εμπειρία. Οι δύο ομιλητές όχι μόνο ξεδίπλωσαν ένα ευρύτατο φάσμα εννοιών, ορισμών και δεδομένων σχετικά με τη θεωρία της επιχειρηματολογίας και τη ρητορική, αλλά συμπύκνωσαν κατά τον καλύτερο τρόπο και δύο από τους βασικούς άξονες του ΜΠΣ της ΠΝΥΚΑΣ: την άρρηκτη διασύνδεση ανάμεσα σε θεωρία και πράξη (π.χ. μέσω της επεξήγησης δύσκολων θεωρητικών εννοιών με τη βοήθεια εύστοχων παραδειγμάτων από τον τρέχοντα δημόσιο λόγο), αλλά και τον ζωντανό, διαδραστικό και συμμετοχικό χαρακτήρα της εξ αποστάσεως ψηφιακής εκπαίδευσης στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΑΠΚΥ). Με αυτό τον τρόπο κατέστη σαφές ότι, σε καιρούς που έκτακτες περιστάσεις φέρνουν στο προσκήνιο την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, στο ΑΠΚΥ αυτή δεν συνίσταται απλώς στη χρήση ψηφιακών εργαλείων τηλεκπαίδευσης. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του ΑΠΚΥ είναι η μακρά εμπειρία και κουλτούρα χρήσης της ψηφιακής εκπαιδευτικής τεχνολογίας, η θεωρία και μέθοδος της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (ιδίως ενηλίκων), η γνώση των ιδιαιτεροτήτων της, το ποιος και πώς διδάσκει. Για του λόγου το αληθές, ακολουθεί το βιντεοσκοπημένο αρχείο της διαδικτυακής εκδήλωσης, με τις θερμότερες ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές και συμμετέχοντες.

 

Κατηγορίες:ΠΝΥΚΑ, Πολιτικά

«ΠΝΥΚΑ: Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη»: Βίντεο της δημόσιας διαδικτυακής παρουσίασης του ΜΠΣ (26/03/2020)

27 Μαρτίου, 2020 Σχολιάστε

Το απόγευμα της Πέμπτης 26 Μαρτίου 2020 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια διαδικτυακή παρουσίαση της ΠΝΥΚΑΣ, του νέου μεταπτυχιακού προγράμματος στην Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Η εκδήλωση είχε τη μορφή ημερίδας, η οποία, πέραν της αναλυτικής παρουσίασης του νέου προγράμματος από τον γράφοντα, αφιερώθηκε στο φλέγον ζήτημα του μεταναστευτικού-προσφυγικού και των ελληνοτουρκικών. Πιο συγκεκριμένα, ο Αθανάσιος Γραμμένος, Δρ. Διεθνών Σχέσεων και Library Fellow 2019-2020 στο Sacramento State University, ανέπτυξε το θέμα «Ιδεολογία, πολιτική και περιφερειακός ανταγωνισμός: η μεταναστευτική κρίση μεταξύ σφύ­ρας και άκμονος». Στη διάλεξή του αυτή ο ομιλητής έκανε μια κριτική επισκόπηση της ανάφλεξης του μεταναστευτικού κατά τα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020, καθώς και της εξέλιξης του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα, την Τουρκία και την ΕΕ, χρησιμοποιώντας πρωτογενείς πηγές και προβάλλοντας βίντεο από την πρόσφατη αυτοψία του εκατέρωθεν του Έβρου και στη Λέσβο. Περαιτέρω, ο Ανδρέας Σταματίου, Δρ. Διπλωματικής Ιστορίας και επί σειρά ετών Σύμβουλος Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα και στο ελληνικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, παρουσίασε μια ανατομία της τουρκικής κοινωνίας, επιχειρώντας μια ρεαλιστική απεικόνιση της σύγχρονης Τουρκίας, πέρα από τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις.

Στην εκδήλωση, την οποία συντόνισε εξαιρετικά ο Πρόεδρος του Σωματείου Φοιτητών και Αποφοίτων Ελληνικού Πολιτισμού του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου Γιάννος Χαμάλης, παρενέβησαν με χαιρετισμούς ο Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Αναπληρωτής Καθηγητής Αντώνης Πετρίδης και ο Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος του πτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμός», Αναπληρωτής Καθηγητής Γιώργος Δεληγιαννάκης. Την εκδήλωση τίμησαν με την αθρόα τηλε-παρουσία τους άνω των 90 συμμετεχόντων από την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό, οι οποίοι με τα ερωτήματα και τις παρεμβάσεις τους συνέβαλαν όχι μόνο στη διεξαγωγή μιας άκρως εποικοδομητικής συζήτησης, αλλά και στην άμβλυνση των πρωτόγνωρων συνθηκών κατ’ οίκον διαπροσωπικής απομόνωσης λόγω της τρέχουσας επιδημίας του COVID-19. Η εκδήλωση βιντεοσκοπήθηκε και το βίντεο που ακολουθεί είναι ήδη διαθέσιμο και στην πλατφόρμα του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Κατηγορίες:ΠΝΥΚΑ, Πολιτικά

ΠΝΥΚΑ: Το νέο Μεταπτυχιακό στην Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη

28 Φεβρουαρίου, 2020 Σχολιάστε

Το έτος 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου. Η σημαντι­κή αυτή επέτειος θα βρει την Ελλάδα βαθιά τραυματισμένη από μια πολύχρονη και πολυδιάστατη κρίση. Πέραν των οικονομικών της επι­πτώσεων, η μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε στα τέλη του 2009 συνοδεύτηκε από φαινόμενα έντονης υποβάθμισης της πολιτικής ζωής, των θεσμών και της ποιότητας του δημο­σίου λόγου και δια­λόγου. Εξίσου αρνητική υπήρξε και η αδυναμία ουσιαστικής ανανέωσης των πολιτικών αντιλήψεων και πραγμάτων σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Στο κατώφλι της τρίτης εκατονταε­τίας του νέου ελληνικού κράτους ένα σημαντικό τμήμα της ελλη­νικής κοινωνίας μοιάζει να διακα­τέχεται από ένα αίσθημα διαρκούς αθυμίας όσον αφορά την εγ­χώρια πο­λιτική και τις προο­πτικές της. Όσο για την ίδια την επερχόμενη επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, διαφαίνεται ήδη ότι θα αποτελέσει αφορμή πιο πολύ για έναν επιστημονικά και αισθητικά αμφιλεγόμενο διάλογο με το παρελθόν παρά για ουσιαστικές κινήσεις με σκοπό τη θεμελίωση ενός πιο ευοίωνου μέλλοντος. Εντούτοις, μια σημαντική επέτειος μπορεί να αποτελέσει έναυσμα και για πρωτοβουλίες εντελώς διαφορετικής φύσεως. Μπορεί να καταστεί η αφετηρία για μια δύσκολη προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των βαθύτερων και δομικών εκείνων προϋποθέσεων που είναι απαραίτητες για τη χάραξη μιας διαφορετικής μελλοντικής πορείας. Μια τέτοιου είδους δομική προεργασία είναι κατά την άποψή μας σημαντικό να λάβει καταρχάς χώρα σε δύο κρίσιμα επίπεδα: στο εκπαιδευτικό και το συγγραφικό. Και αν το δεύτερο σκέλος, δηλαδή η θεωρητική επεξεργασία νέων τρόπων αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας, θα μας απασχολήσει εκτενέστερα σε λίγο μεταγενέστερο χρόνο, το πρώτο σκέλος βρίσκεται ήδη στο σημείο εκκίνησης.

Philipp von Foltz, 1860. Ο Περικλής αγορεύων στην Πνύκα.

Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσει την ΠΝΥΚΑ, το πρώτο ψηφιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών (ΜΠΣ) στην Πολιτική Ιστορία, Θεωρία και Πράξη, το οποίο ξεκινά το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021. Συνδυάζοντας στοιχεία από τους επιστημονικούς κλάδους των πολι­τικών επιστημών, της ιστορίας, της ευρύτερης κοινωνικής θεωρίας, της νομικής, της ρητορικής, των οικονομικών και των διε­θνών σχέσεων, η ΠΝΥΚΑ έχει σαν σκοπό να αποτελέσει μια καινοτόμο και σύγχρονη σχολή πολιτικής. Με άλλα λόγια, να προσφέρει μια πολυδιάστατη, ου­σιαστική και συστη­ματική παιδεία σε κάθε πολίτη που ενδια­φέρεται σοβαρά για την πολι­τική. Το πρόγραμμα απευθύ­νεται, συ­νεπώς, σε ένα ευρύτατο φάσμα ανθρώπων: σε υποψη­φίους ή ήδη ενεργούς πολιτικούς, σε δημοσιο­γράφους ή δημο­σιολόγους που ασχολούνται επαγγελματικά με ζητήματα πολιτικής, σε επαγγελμα­τίες της πολιτικής επικοινωνίας, σε στελέχη πολιτικών, νομικών και οικονομικών οργανισμών και, το κυριότερο, σε όλους τους απλούς πολίτες. Στους πολίτες, δηλαδή, εκείνους που επιθυ­μούν να αποκτήσουν το ανα­γκαίο γνωστικό υπόβαθρο, το οποίο θα τους επιτρέψει να προ­σεγγίζουν το πολιτικό γίγνε­σθαι με την ωριμότητα και την αυτοπε­ποίθηση ενός καταρτι­σμένου, εν δυνάμει πολιτικού. Παράλληλα, λόγω του διεπιστημονικού της χαρακτήρα η ΠΝΥΚΑ προσφέρει πολλές δεξιότητες και δυνατότητες μεταπτυχιακής ειδίκευσης σε εκπαιδευτικούς, πτυχιούχους Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Ευρωπαϊκών Σπουδών, Φιλοσοφικών και Παιδαγωγικών Σχολών, Τμημάτων Ιστορίας, Πολιτικής Επιστήμης, Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, Κοινωνιολογίας, Διεθνών Σχέσεων και άλλων συναφών Σχολών και Τμημάτων.

Η ονομασία του ΜΠΣ παραπέμπει φυσικά στην Πνύκα της αρ­χαίας Αθήνας, δηλαδή στη θέση, όπου με­ταξύ του 6ου και του 4ου αιώνα π.Χ. συγκαλού­νταν η Εκκλη­σία του Δήμου. Πρόκειται για τη συνέλευση των Αθηναίων πολιτών, μέσα από την οποία πραγματώθηκε το ιδανικό της δημοκρατίας υπό την μορφή της ενερ­γού συμμετοχής στα κοινά πολιτικά πε­παιδευμένων πολιτών. Πολιτών, δηλαδή, που μέσω της ενεργού δημοκρατικής συμμετοχής τους στην πολιτική διαδικασία εξοικειώνονταν με θεωρητικές και πρακτικές παραμέτρους ενάσκησης της πολιτικής. Σκοπός της ΠΝΥΚΑΣ είναι να παράσχει σε εκπαιδευτικό πλέον πλαίσιο μια παρόμοια πολιτική παιδεία, η σημασία της οποίας για την Ελλάδα και την Κύπρο έχει αναδειχθεί με δραματικό τρόπο στο πλαίσιο της βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και γενικότερης κρίσης των τελευταίων ετών. Η αρχαία Πνύκα αποτελεί όμως έμπνευση και για έναν άλλο λόγο: εξαιτίας της ετυμολο­γικής της διασύνδεσης με την έννοια της πυκνότητας (Πνύξ > πυκνός). Σκοπός, δηλα­δή, της ΠΝΥΚΑΣ είναι να προ­σφέρει με συστηματικό τρόπο συμπυκνωμένη γνώση μέσα σε ένα σχετικά περιορισμένο χρο­νικό διάστημα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα εντατι­κό, διεπιστημονι­κό ΜΠΣ, το οποίο είναι όμως ταυτόχρο­να και ειδικά σχεδια­σμένο για αν­θρώπους με πολλές επαγ­γελματικές και οικογενειακές υπο­χρεώσεις. Καταλυ­τικός είναι εδώ ο ρόλος της ψηφιακής εξ αποστάσε­ως εκπαίδευσης, η οποία μέσω της τεχνολογίας καταργεί τους γεωγρα­φικούς και χρονικούς περιορισμούς.

Με τον τρόπο αυτό η ΠΝΥΚΑ φιλοδοξεί να αναβιώσει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο το αρ­χαίο της πρότυ­πο. Στην Πνύκα της αρχαίας Αθήνας λάμβανε κάποτε χώρα η διαδικασία εκ­δημοκρατισμού της πο­λιτικής εξουσίας και η μεταβίβασή της από τους «ολίγους» στους «πλείο­νας». Η σύγχρονη ΠΝΥ­ΚΑ στοχεύει στο να συμβάλει στην διαδικασία περαιτέρω εκ­δημοκρατισμού της πολιτικής γνώσης και στην με­ταβίβασή της από τους σύγχρονους «ολί­γους» στους σύγχρονους «πλείονας». Έχει, δη­λαδή, σαν σκοπό να προσφέρει σε έναν με­γάλο αριθμό πολιτών την πρόσβαση σε ένα σώμα γνώσε­ων και δε­ξιοτήτων που, ακόμη και στις προηγμένες δημοκρατίες της εποχής μας, αποτελεί ή καταλή­γει συνή­θως κτή­μα επιμέρους επιστη­μονικών και πολιτικών ομάδων. Περαιτέρω, σκοπός του ΜΠΣ είναι να προσφέρει μια πολιτική παιδεία όχι αμιγώς ακαδημαϊκά προσανατολισμένη, αλλά δυναμι­κά στοχευ­μένη στην διαρκώς εξελισσόμενη πολιτική διαδικασία και επικαιρότητα. Με άλλα λόγια, η ΠΝΥΚΑ δεν στοχεύει στην ανάδειξη αποκλειστικά μελλοντικών πολιτικών επιστη­μόνων, καθώς δεν αποτελεί ένα συμβατικό πρόγραμμα πολιτικών επιστημών. Συνιστά πιο πολύ μια καινοτόμο, διεπιστημονική προσέγγιση του φαινομένου της πολιτικής, με στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς πολι­τικά πεπαιδευμένων πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόγραμμα επενδύει ιδιαίτερα σε έναν συγκεκριμένου τύπου εκπαιδευτικό ντετερμινισμό, όπου η διδακτική έμφαση σε στοιχεία θεωρίας, φιλοσοφίας και λογικής αποσκοπεί όχι μόνο στον εμπλουτισμό των γνώσεων, αλλά στη διάπλαση της ίδιας της σκέψης του φοιτητή.

Πέραν του αρχαίου προτύπου, η ΠΝΥΚΑ εμπνέεται και από μια πιο πρόσφατη περίστα­ση: την ελληνική κρίση της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η κρίση αυτή απέδειξε με δραμα­τικό τρόπο ότι στον εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο που ζούμε δεν αρκούν απλώς οι καλές προ­θέσεις, οι οξυδερκείς κρίσεις, οι αμιγώς εμπειροτεχνικές προσεγγίσεις και οι κάθε λογής ιδεολογικές στρα­τεύσεις. Αυτό που κυρίως απαιτείται είναι ένα βαθύτε­ρο υπόβαθρο ουσιαστικής γνώσης, συστημα­τικής κατάρτισης και αντιπροσωπευτικής αντί­ληψης σε ένα ευρύ φάσμα σύνθετων παραμέτρων της σύγχρονης πολιτικής (π.χ. θεωρία, ιστορία, νομική υπόσταση μιας συντεταγμένης πολι­τείας, διε­θνείς συσχετισμοί, λειτουργία διεθνούς οικονομικού συ­στήματος, κ.ο.κ.). Υπό το πρίσμα αυτό, το ΜΠΣ της ΠΝΥΚΑΣ απευθύνεται σε όλους τους πολί­τες που οραματίζονται την άνοδο του επιπέδου της πολιτικής και της ποιότη­τας του δημοσίου λόγου στην Ελλάδα, την Κύπρο και ευρύ­τερα. Απευ­θύνεται επίσης σε όλους όσους θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στον περαιτέρω εκδη­μοκρατισμό της πολιτικής διαδικασίας μέσω μιας νέας (και ταυτοχρόνως πολύ πα­λαιάς) μορφής πολιτικής παι­δείας. Μιας παιδείας που φιλοδοξεί να συνδυάσει τις πιο σύγ­χρονες μεθόδους πανεπι­στημιακής εκ­παίδευσης με κάτι από την πα­ράδοση των μεγάλων ρητοροδιδασκάλων (κατ’ ουσίαν δασκάλων πο­λιτικής) της αρχαιότη­τας, όπως π.χ. του Ισο­κράτη, του Ισαίου, κ.ά. Μιας παιδείας, τέλος, που αξιοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά και την κουλτούρα της κυπριακής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σκοπεύει να απευθυνθεί όχι μόνο στους εκάστοτε εγγεγραμμένους φοιτητές του προγράμματος, αλλά και στο ευρύτερο κοινό μέσω ανοιχτών τηλεδιαλέξεων και λοιπών δραστηριοτήτων.

Θα ήθελα και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΑΠΚΥ) και τον Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης στην Κύπρο για το γεγονός ότι στο πλαίσιο του κυπριακού πανεπιστημιακού συστήματος μια ιδέα που, υπό άλλες συνθήκες, θα παρέμενε απλώς σε κάποιο συρτάρι στο γραφείο του γράφοντος, μετουσιώθηκε σε επίσημο, εγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Για να γίνει αυτό, ωστόσο, χρειάστηκε και σε ειδικότερο επίπεδο η πολυδιάστατη στήριξη της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του ΑΠΚΥ, του Σωματείου Φοιτητών και Αποφοίτων του πτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό», το οποίο είναι η μήτρα της ΠΝΥΚΑΣ, καθώς επίσης και η καίρια συμβολή στο εγχείρημα δύο πολύτιμων φίλων και συναδέλφων: του Κωνσταντίνου Τσίνα, Λέκτορα στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, και του Λυκούργου Κουρκουβέλα, επί χρόνια συναδέλφου και συνοδοιπόρου στο ΑΠΚΥ. Όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τη δομή, τις Θεματικές Ενότητες και γενικότερα τις διαδικασίες του ΜΠΣ της ΠΝΥΚΑΣ (καθώς και για την επικείμενη έναρξη των αιτήσεων φοιτητών και διδακτικού προσωπικού στις αρχές Μαρτίου) είναι ήδη διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του στον νέο και σύγχρονο ιστότοπο του ΑΠΚΥ. Παράλληλα, μέσω της ομάδας του προγράμματος στο Facebook μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να ενημερώνεται για τις δράσεις του, να συμμετέχει στις δημόσιες εκδηλώσεις του και κυρίως να ανακαλύπτει ποια έννοια ελληνικού πανεπιστημίου υπηρετούν σε περιπτώσεις όπως αυτή όσοι η (ακαδημαϊκή) τύχη ἐθέσπισεν οἰκεῖν ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον.

Κατηγορίες:ΠΝΥΚΑ, Πολιτικά

Οι Κύπριοι «ανταγωνιστές μας»; Η ακαδημαϊκή εκδοχή του «κείται μακράν»

1 Αυγούστου, 2019 3 Σχόλια

«Για εξηγήστε μου, τι ακριβώς προστατεύετε με το να μην αλλάξετε το άρθρο 16;» ήταν το ερώτημα που απηύθυνε στις 13/02/2019 στη Βουλή ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αναπτύσσοντας μια σειρά επιχειρημάτων, ο Κ. Μητσοτάκης κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Το μόνο που προστατεύετε είναι τους ανταγωνιστές μας. Τις άλλες χώρες, δηλαδή, οι οποίες έχουν αναπτύξει μια δυναμική αγορά ιδιωτικής παιδείας που εσείς δεν επιτρέπετε. Ναι, την Κύπρο την προστατεύετε, τη Βουλγαρία την προστατεύετε, τη Ρουμανία την προστατεύετε…». Λίγες μέρες αργότερα, στις 28/02/2019, σε τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ, η Νίκη Κεραμέως δήλωνε (24:14-24:32 στο βίντεο) ότι «το βράδυ που ψηφιζόταν η συνταγματική αναθεώρηση […] όταν η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 που αφορά στα μη κρατικά και ιδιωτικά [ενν. πανεπιστήμια] συγκέντρωσε μόλις 93 από τις 300 ψήφους του ελληνικού κοινοβουλίου, μία χώρα πανηγύριζε, και αυτή η χώρα ήταν η Κύπρος». Περίπου ένα έτος πριν τις συγκεκριμένες δηλώσεις, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) καλούσε τα υποψήφια μέλη Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ) να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση, με το τρίτο σημείο της οποίας οι υποψήφιοι διαβεβαίωναν ότι δεν είναι «μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., μόνιμοι Δημόσιοι Υπάλληλοι και υπάλληλοι ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΔΕΚΟ, Τραπεζικών Ιδρυμάτων, και Ιδιωτικού τομέα που έχουν αναλάβει έργο μέλους Σ.Ε.Π. στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΑΠΚΥ) και στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας».

Terra incognita;

Η «υπερκομματική» αυτή αντίληψη της Κύπρου ως ανταγωνιστικής χώρας, εξομοιούμενης μάλιστα στην ομιλία Μητσοτάκη με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, μοιάζει τόσο αυτονόητη, ώστε περνά εντελώς απαρατήρητη στο πλαίσιο του εν Ελλάδι δημοσίου λόγου. Και δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία ότι από μια αμιγώς οικονομική σκοπιά ανταγωνισμός υπάρχει πάντοτε εντός και μεταξύ των κοινωνιών. Θα άξιζε, ωστόσο, να διερωτηθούμε: Θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε τον πρόεδρο Ερντογάν, απευθυνόμενο σε πολιτικό του αντίπαλο, να σκιαγραφεί δημοσίως ως ανταγωνιστές της Τουρκίας τους Τουρκοκυπρίους; Υποβλέπουν άραγε το τουρκικό υπουργείο παιδείας ή τα τουρκικά πανεπιστήμια ως ανταγωνιστικά τα τουρκοκυπριακά πανεπιστήμια και αντιστρόφως; Με άλλα λόγια, από γεωστρατηγική πλέον άποψη, τι είδους αντίληψη είναι αυτή που αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά τη μοναδική, μετά από χιλιάδες χρόνια, εναπομείνασα ελληνική κρατική οντότητα πλην του νεοελληνικού κράτους; Πόσο τραγικά εσωστρεφής μπορεί να είναι η ελλαδική, ως συνήθως μανιχαϊστική δημόσια συζήτηση περί της ανώτατης εκπαίδευσης, όταν καταλήγει να υποβλέπει ως ανταγωνιστή ένα πανάρχαιο κομμάτι ελληνισμού, στις δομές μάλιστα του οποίου δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια ένα πλήθος Ελλαδιτών διδασκόντων και φοιτητών;

Στο ζήτημα που εξετάζουμε οι δηλώσεις Μητσοτάκη και Κεραμέως, καθώς και η υπεύθυνη δήλωση του ΕΑΠ μοιάζουν να αποτελούν ακαδημαϊκά επιφαινόμενα του ίδιου βαθύτερου «παραδείγματος», που είναι το γνωστό «η Κύπρος κείται μακράν». Ενός παραδείγματος που όσο κι αν «ξορκίζεται» στις εθιμοτυπικές, περί εξωτερικής πολιτικής δημόσιες δηλώσεις, συνεχίζει να υφίσταται σε ανώτερο (και υπερκομματικό) πολιτικό επίπεδο επειδή, μεταξύ άλλων, έχει πολύ συγκεκριμένες, βαθύτερες ρίζες στην πλειονότητα του ελλαδικού πληθυσμού. Οι ρίζες αυτές μπορούν να διαφανούν αν θέσει κανείς μερικά απλά ερωτήματα: Είναι αλήθεια ή όχι ότι ως Ελλαδίτες γνωρίζουμε συχνά περισσότερα πράγματα για την Αγγλία, τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες του εξωτερικού απ’ ό,τι για την Κύπρο; Τι βαθμό θα παίρναμε αν μας υπέβαλλαν σε ένα σύντομο τεστ με ερωτήσεις για σημαντικά δημόσια πρόσωπα, πολιτικά κόμματα, πολιτιστικά μνημεία, γεωγραφικά δεδομένα και ιστορικά γεγονότα της Κύπρου; Υπάρχουν ή όχι συμπολίτες μας στην Ελλάδα που, αν και γενικώς πολυταξιδεμένοι εντός και εκτός συνόρων, δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ την Κύπρο; Αν οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα είναι αυτές που φανταζόμαστε, τότε δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι για την πλειονότητα των εν Ελλάδι Ελλήνων η Κύπρος παραμένει σε σημαντικό βαθμό terra incognita και στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και μια άλλη δήλωση της Νίκης Κεραμέως στην τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω (28:33-28:45 στο βίντεο). «Θεωρώ λάθος», είπε η νυν υπουργός παιδείας, «το υπουργείο παιδείας να έχει άποψη για το κάθε προπτυχιακό και κάθε μεταπτυχιακό πρόγραμμα του κάθε πανεπιστημίου της χώρας. Το θεωρώ λάθος και δεν ξέρω να γίνεται πουθενά αλλού στον κόσμο». Στην Κύπρο, ωστόσο, το κάθε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα όλων των πανεπιστημίων της χώρας (δηλαδή δημοσίων και ιδιωτικών) αξιολογείται από τον λεγόμενο Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙΠΑΕ). Η αξιολόγηση αυτή αφορά και την ίδια την εκκίνηση ενός νέου προγράμματος, το οποίο δεν επιτρέπεται να προσφερθεί αν δεν έχει πρώτα αδειοδοτηθεί από τον ΔΙΠΑΕ. Ο τρόπος, με τον οποίο λαμβάνει χώρα η αξιολόγηση και αδειοδότηση αυτή, αν ήταν πιο γνωστός στην Ελλάδα, θα απασχολούσε ίσως όχι μόνο τη δημόσια συζήτηση, αλλά και αρκετούς επιστήμονες που καταπιάνονται με ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού.

Ο λόγος είναι ότι ο κυπριακός ΔΙΠΑΕ βασίζει τις αξιολογήσεις του σε επιτροπές, τα μέλη των οποίων είναι πανεπιστημιακοί όχι από την Κύπρο, αλλά από το εξωτερικό, από διαφορετικές χώρες, διαφορετικά πανεπιστήμια και ενίοτε διαφορετικές επιστημονικές ειδικότητες. Συχνά στις επιτροπές αυτές συμμετέχει και ένας τουλάχιστον Ελλαδίτης πανεπιστημιακός, ο οποίος όμως, ακόμα κι αν προσέρχεται με «ανταγωνιστικά» ως προς την Κύπρο αντανακλαστικά, αναγκαστικά μειοψηφεί μεταξύ των συνήθως τριών άλλων ξένων συναδέλφων του. Στην εκάστοτε επιτροπή του ΔΙΠΑΕ υποβάλλεται κάθε φορά ένας ογκώδης φάκελος που περιλαμβάνει μια αρτιότατη, εκτενή και αναλυτική περιγραφή όχι μόνο του εκάστοτε προγράμματος γενικώς, αλλά και όλων των επιμέρους μαθημάτων ή θεματικών ενοτήτων του. Βάσει συγκεκριμένου προτύπου, παρατίθενται για κάθε μάθημα ή θεματική ενότητα σκοποί, στόχοι, προσδοκώμενα μαθησιακά αποτε­λέσματα, περιεχόμενο, μεθοδολογία, σχολιασμένη βιβλιογραφία και αναλυτική εβδο­μαδιαία διάρθρωση σε έκταση αρκετών δεκάδων σελίδων. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, κάθε τέτοιος φάκελος αποτελείται συνήθως συνολικά από εκατοντάδες σελίδες και απαιτεί εμπειρία και σοβαρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Σαν αποτέλεσμα, για την προετοιμασία του φακέλου κάθε προγράμματος τα κυπριακά πανεπιστήμια ωθούνται να συμβληθούν με εγνωσμένης αξίας διδακτικό προσωπικό, να εκταμιεύσουν σχετικά κονδύλια για την αμοιβή του και να επενδύσουν έτσι από την πρώτη στιγμή στην αξιοκρατία και στην υψηλή ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δεν είναι, επίσης, μυστικό ότι τα προγράμματα των ιδιωτικών πανεπιστημίων της Κύπρου αντιμετωπίζονται συχνά με μεγαλύτερη αυστηρότητα απ’ ό,τι τα αντίστοιχα των δημοσίων. Με αυτό τον τρόπο η Κύπρος υλοποιεί στην ανώτατη εκπαίδευση μια ιδιαίτερα λειτουργική εκδοχή αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «κοινωνικός φιλελευθερισμός»: ένα σύστημα φιλελεύθερο μεν, ώστε να επιτρέπει την ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά ταυτόχρονα και αυστηρά ελεγχόμενο ως προς την ποιότητά του προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Πώς κατάφερε η Κύπρος να έχει ένα τέτοιο σύστημα; Πώς και υπό ποιες συνθήκες θεσμοθετήθηκε και έγινε αποδεκτή η ουσιαστική γνωμοδοτική εξουσία επιτροπών με σοβαρούς ξένους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι ενίοτε συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους στο πλαίσιο της επιτροπής του ΔΙΠΑΕ; Γιατί τα κυπριακά πανεπιστήμια, δημόσια και ιδιωτικά, δεν αφέθηκαν απλώς ελεύθερα να πράττουν κατά το δοκούν και να εισάγουν εική και ως έτυχε όποιο πρόγραμμα επιθυμούν; Τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντικατοπτρισμοί του ερωτήματος γιατί δεν έχει και η Ελλάδα ένα παρόμοιο σύστημα. Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη ή αυτονόητη, αλλά συνδέεται με ζητήματα ιστορίας και πολιτισμικής ταυτότητας που ελάχιστα έχουν ως τώρα αποτελέσει αντικείμενο της εν Ελλάδι δημόσιας ή και επιστημονικής συζήτησης. Αν, ωστόσο, η Κύπρος δεν «έκειτο μακράν», αν δεν αντιμετωπιζόταν στην Ελλάδα απλώς ως επιχαίρων ακαδημαϊκός ανταγωνιστής, θα μπορούσαμε ίσως να αντλήσουμε από αυτήν διδάγματα αποφασιστικής σημασίας για πτυχές της πολιτισμικής μας ταυτότητας και της κρατικής μας υπόστασης.

Θα μπορούσαμε, επίσης, εν μέσω της χαλαρής ατμόσφαιρας του καλοκαιριού, της υπέροχης εκείνης εποχής του έτους που επεφύλαξε δυστυχώς κάποτε δραματικές εξελίξεις για την Κύπρο, να κάνουμε ένα περαιτέρω βήμα. Να αναλογιστούμε, δηλαδή, μήπως το ζήτημα της ανώτατης εκπαίδευσης προσφέρει μια ευκαιρία όχι απλώς να προσεγγίσουμε την Κύπρο διαφορετικά, αλλά και να αρχίσουμε να αναθεωρούμε στην πράξη το δόγμα «κείται μακράν». Μήπως αντί να θηριομαχούμε (από όποια πλευρά κι αν στεκόμαστε) για το άρθρο 16, την ύπαρξη ή μη ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα ή το άσυλο, θα ήταν απλώς καλύτερο να οραματιστούμε την υπαγωγή του συνολικού συστήματος των ελλαδικών ΑΕΙ (δημοσίων ή και των όποιων μελλοντικών ιδιωτικών) στη δικαιοδοσία του κυπριακού ΔΙΠΑΕ; Αν υπάρχει ένας ελληνισμός και ένα ελληνικό κράτος με δομές πιο προηγμένες από αυτές των Αθηνών, μήπως θα πρέπει, ίσως για πρώτη φορά, να σκεφτούμε το ιστορικό σενάριο μιας λελογισμένης μεταφοράς κρατικών αρμοδιοτήτων στην άλλη αυτή ελληνική κρατική οντότητα; Το νέο ελληνικό κράτος δεν ευτύχησε να έχει πρωτεύουσα τη Σμύρνη, το σημαντικότερο ίσως ελληνικό αστικό κέντρο κατά τον 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, τοποθετημένο γεωγραφικά κατά ιδανικό τρόπο περίπου στο μέσον μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να διέπεται ως προς την κρατική της υπόσταση μέχρι σήμερα από τις πιο παραδοσιακές πολιτισμικές (και εθνοτικές) δομές του νότιου ελλαδικού χώρου. Ο ελληνισμός της Ανατολής όμως, στην προκειμένη περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου, δεν έπαψε να υπάρχει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Συνεχίζει να υφίσταται, έστω και «κείμενος μακράν», έχοντας μάλιστα να επιδείξει σε συγκεκριμένες πτυχές της κρατικής του οργάνωσης μια σαφώς πιο επιτυχημένη μεταοθωμανική ιστορία. Μήπως είναι αυτή η ιστορία, στην οποία πρέπει ως Ελλάδα να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας, αντί να αναζητούμε τους από μηχανής θεούς του εκσυγχρονισμού μας μόνο στις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο; Μήπως το «κείται μακράν» πρέπει να δώσει τη θέση του στο «κείται εντός»;

Αν ναι, τότε θα μπορούσαμε ίσως, στις αρχές του 21ου αιώνα, να επιχειρήσουμε την επικαιροποίηση και ουσιαστική τροποποίηση του οράματος της ΕΟΚΑ για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Να οραματιστούμε, δηλαδή, όχι πλέον την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελλαδικό κράτος, αλλά ένα μοντέλο «συνδιοίκησης» των δύο ελληνικών κρατών με τον διαμοιρασμό κρατικών αρμοδιοτήτων μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, αρχής γενομένης από το πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης. Η υπαγωγή των ελλαδικών, όπως και κυπριακών ΑΕΙ στη δικαιοδοσία του κυπριακού ΔΙΠΑΕ, η εκλογή νέων μελών ΔΕΠ σε Ελλάδα και Κύπρο με βάση τα κυπριακά πρότυπα και η κατάργηση του ΔΟΑΤΑΠ σε ό,τι αφορά πτυχία κυπριακών πανεπιστημίων θα μπορούσαν να είναι ορισμένες μόνο από τις πτυχές ενός νέου εκπαιδευτικού, αλλά και γεωστρατηγικού παραδείγματος. Η συγκρότηση ενός «ενιαίου εκπαιδευτικού χώρου» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου θα μπορούσε, φυσικά, να επεκταθεί και σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η αναίρεση του «κείται μακράν» δεν θα είναι ποτέ ουσιαστική και μακρόπνοη, αν δεν ξεκινά από την πρώτη τάξη του δημοτικού, με τους μαθητές του κάθε ελληνικού κράτους να εξοικειώνονται ήδη από νωρίς συστηματικά με την ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό του άλλου.

Δεν υπάρχει, τέλος, αμφιβολία ότι η εγκατάλειψη της λογικής του «κείται μακράν» με τρόπους σαν αυτούς που σκιαγραφούμε περνά ως έναν βαθμό και μέσα από μια αντίστοιχη προσέγγιση του κυπριακού ζητήματος. Παρότι το θέμα αυτό δεν μπορεί να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, η περιγραφόμενη εδώ αλλαγή παραδείγματος θα προϋπέθετε να μην περιορίζεται πλέον η Ελλάδα στην μακρόθεν συμπαράσταση, αλλά να προσεγγίζει πιο ενεργά το ζήτημα υπό το πρίσμα της ουσιαστικής σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ του ελληνισμού Ελλάδος και Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι προσπαθήσαμε να καταδείξουμε σε αυτό το κείμενο, είναι το γιατί οι ελλαδικές πολιτικές κορώνες περί της Κύπρου ως «ανταγωνιστή μας» συνιστούν όχι μόνο μια λυπηρή πραγματικότητα, αλλά και την γεωστρατηγική εκδοχή της γνωστής ρήσης «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». 45 καλοκαίρια μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974 όσοι κολυμπάμε στον Πρωταρά, στο Πόρτο Κατσίκι και στο Ναυάγιο δεν κολυμπάμε σε «ανταγωνιστικές» θάλασσες, αλλά σε κομμάτια του ίδιου εκείνου ελληνικού καλοκαιριού, του οποίου οι οδυνηρές εκκρεμότητες θα κλείσουν μόνο όταν κάποια στιγμή, με κάπως μεγαλύτερο πλεόνασμα σοβαρότητας και οράματος, θα κολυμπήσουμε και πάλι στην Αμμόχωστο.

Κατηγορίες:Ιστορικά, Πολιτικά

Μακεδονομαχώντας

17 Ιουνίου, 2018 6 Σχόλια

Οι πρόσφατες, ραγδαίες εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημο­κρατίας της Μακεδονίας έχουν ήδη αναζωπυρώσει στην χώρας μας το γνωστό εκείνο κλίμα έντα­σης, πάθους και οξείας αντιπαράθεσης που έχει κατά καιρούς κυριαρχήσει και σε άλλες περιόδους της πολιτικής μας ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, όσοι έχουν ως βασική ενασχόλησή τους την ιστορία και τον πολιτισμό, θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να κρούσουν έναν θεμελιώδη κώδωνα κιν­δύνου: το μακεδονικό ή σκοπιανό ζήτημα είναι ένα ζήτημα δυσχερέστατο και εξαιρετικά σύνθετο. Είναι ένα από τα θέματα εκείνα που όσο περισσότερο τα μελετά κανείς ιστορικά τόσο πιο πολύ χάνεται σε έναν κυκεώνα ιστορικών, εθνολογικών, γλωσσικών, ταυτοτικών και εν γένει πολιτισμι­κών περι­πλοκών. Το μακεδονικό είναι ένας αληθινός «γόρδιος δεσμός», κάτι που έχει εξαρχής μια πολύ συ­γκεκριμένη συνέπεια: όποιος το προσεγγίζει με όρους φανατισμού, γηπεδισμού, ύβρεων, προσβο­λών και τάσεων πλήρους ισοπέδωσης της κάθε είδους διαφορετικής άποψης δεν κάνει τίπο­τε άλλο από το να προδίδει το έλλειμμα πολυπλοκότητας που διακρίνει την δική του κατανόηση του ζητήμα­τος. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε λίγα σημεία που κατά την γνώμη μας καταδεικνύουν τον σύνθετο χαρακτήρα του ζητήματος, για να καταλήξουμε παίρνοντας θέση ανα­φορικά με την συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ.

1. Το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», διατυπωμένο με αυτό τον τρόπο, ισχύει μόνο αν κανείς δεν έχει ως τώρα μελετήσει καθόλου την ιστορία της Μακεδονίας. Η Μακεδονία δεν υπήρξε στην πορεία της ιστορί­ας «μία», υπό την έννοια ότι τα διοικητικά της όρια άλλαζαν. Η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας έφθανε π.χ. ώς την Στερεά Ελλάδα, ενώ το βυζαντινό θέμα Μα­κεδονίας ήταν γεωγραφικά μετατοπι­σμένο προς την Θράκη. Η Μακεδονία επίσης δεν είναι μόνο ελληνι­κή. Όσο κι αν το ελληνικό στοι­χείο υπήρξε πάντα παρόν και σημαντικό, στα εδάφη της Μα­κεδονίας έζησαν στο διάβα των αιώνων και πολλοί άλλοι πληθυσμοί, π.χ. σλαβικής, βλαχικής, τουρκικής καταγωγής. «Εντοπίους» ονομάζουν, μάλιστα, ακόμη και σήμερα οι ελληνικοί προσφυ­γικοί πληθυ­σμοί τους σλαβικής καταγωγής γείτονές τους σε αρκετές περιοχές της Μακεδονίας. Αψευδείς μάρ­τυρές των πληθυσμών αυτών αποτελούν και τα μη ελληνικά τοπωνύμια, πολλά από τα οποία είναι ακόμα εν χρήσει (π.χ. Κο­ζάνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Πρέσπα, Πόζαρ, Προσοτσάνη, κλπ.), ενώ πολλά άλλα εξελλη­νίστηκαν κατά τον 20ό αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, στον τοπωνυμιακό εξελληνι­σμό περιοχών της Μακεδονίας ενεπλάκη­σαν και τα ονόματα στρατηγών και διαδόχων του Μ. Αλε­ξάνδρου, π.χ. με τα άλλοτε Καϊλάρια να μετονομάζονται σε Πτολεμαΐδα, το χωριό Ναλμπάν Κιοΐ σε Περδίκκα, κ.ο.κ. Σε μία τουλάχιστον τέτοια περίπτωση, αυτή του Κλείτου Κοζάνης, η σημασία του τοπωνυμίου δεν γίνεται ενίοτε αντι­ληπτή ούτε από τους σύγχρονους Έλ­ληνες κατοίκους της πε­ριοχής, όπως προδίδει η χρήση του σε ουδέτερο γένος («το Κλείτος»). Ανάλογες περιπτώσεις απο­τυχημένου εξελληνισμού έχουμε φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην περίπτωση της μετονομασίας του άλλοτε αρβανίτι­κου χωριού Λαλι­κώστα στην Αχαΐα, όπου λόγω της τοπικής γλωσσικής ασυνέχειας το αρχαίο τοπω­νύμιο Φαραί (σε πληθυντικό αριθμό, κατά το «Αθήναι») χρησιμοποιείται πλέον και αυτό ανύποπτα σε ουδέτερο γένος («το Φα­ραί»).

2. Είναι σαφές πως οποιοσδήποτε γλωσσικός και εθνικός συσχετισμός των σύγχρονων σλαβόφω­νων κάτοικων της ΠΓΔΜ με το αρχαίο ελληνικό μακεδονικό βασίλειο συνιστά ιστορική μυθοπλα­σία. Όπως είχε παραδεχθεί κάποτε ο Κίρο Γκλιγκόροφ, οι συμπατριώτες του είναι Σλάβοι που έφθασαν στον γεωγραφικό αυτό χώρο τον 6ο αιώνα μ.Χ. Εδώ όμως υπάρχει ένα σημείο που χρήζει προσοχής: Ο λόγος που ως Έλληνες διαμαρτυρόμαστε για την οικειοποίηση της αρ­χαίας ελληνικής μακεδονικής κληρονομιάς εκ μέρους των σλαβοφώνων της ΠΓΔΜ δεν είναι μόνο αυτός. Η χρονολόγηση της «έλευσης των Σλάβων» στα εδάφη της Μακεδονίας δεν θα απασχολούσε κα­νέναν μας, αν αυτοί είχε συμβεί να προσδεθούν κάποια στιγμή στο σώμα της νεοελληνικής γλωσσικής και εθνικής ταυτότητας. Αν αυτό είχε γίνει, θα είχαν κι αυτοί ενταχθεί στο «τρίσημο» της ιστορίας του ελληνικού έθνους κατά τον Παπαρρηγόπουλο, θα τους δεχόμασταν, επομένως, ως απογόνους των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων. Θα κάναμε, δηλαδή, ό,τι κάνουμε και με τις άλλοτε αρβανι­τόφωνες και βλαχόφωνες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες έφθασαν στον ελλαδικό χώρο πολύ αρ­γότερα από τους σλαβόφωνους και κατέληξαν να ενσωματωθούν στον νεοελληνικό εθνικό και γλωσσικό κορμό. Ανάλογες προσπάθειες ενσωμάτωσης έγιναν φυσικά και με τους σλαβόφωνους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η ιστορική μυθοπλασία περί του Μεγάλου Αλεξάν­δρου ως προγόνου των Σλαβομακεδόνων προωθήθηκε κατά καιρούς και από ελληνικούς προπαγαν­διστικούς κύκλους. Ήταν τότε που η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους σλαβόφωνους πληθυσμούς του γεωγραφικού αυτού χώρου ήταν συμβατή με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ως στρατηγική αποβουλγαρισμού τους, δηλαδή απόσπασής τους από την βουλγαρική επιρροή.

3. Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η διάκριση ανάμεσα στις αντικειμενιστικές και υποκειμενι­στικές προσεγγίσεις της ταυτότητας. Οι αντικειμενιστικές προσεγγίσεις είναι αυτές του εξωτερικού παρατηρητή. Ο εξωτερικός παρατηρητής μπορεί π.χ. να ισχυριστεί ότι οι Γερμανοί και οι Αυστρια­κοί έχουν κοινή γλωσσική και εν πολλοίς πολιτισμική ταυτότητα. Αυτό όμως δεν έχει ιδιαίτερη ση­μασία για τον υποκειμενιστικό αυτοπροσδιορισμό τους: οι ίδιοι (Γερμανοί και Αυστριακοί) αισθάνονται ότι σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας διαφέρουν, ασχέτως των όποιων ομοιοτήτων. Η αντικειμενιστική και η υποκειμενιστική προσέγγιση δεν αποκλείουν σε αυτές τις περιπτώσεις η μία την άλλη: μπορούμε να επιστρατεύσουμε είτε την μία είτε την άλλη είτε αμφότερες, ανάλογα με το τι ερευνούμε ή περιγράφουμε (ή επιδιώκουμε) κάθε φορά. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη ή όχι «μακεδο­νικού έθνους» ή «μακεδονικής γλώσσας» δεν θα κριθεί αποκλειστικά με αντικειμενιστικούς όρους. Θα καθοριστεί και με όρους υποκειμενιστικού αυτοπροσδιορισμού, συνεπώς αυτό που μπορεί να τεθεί υπό κρίσιν είναι τα όρια του τελευταίου: αν κανείς π.χ. αυτοπροσδιοριστεί ως «ιδιοκτήτης του σπιτιού μας», τότε είναι σαφές ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.

4. Απόρροια του προηγούμενου σημείου είναι ότι το ονοματολογικό σημαίνον (δηλαδή η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους εν λόγω σλαβόφωνους πληθυσμούς, την οποία, όπως είδαμε, ενθάρρυνε κάποτε και η ίδια η Ελλάδα) αποτελεί πρόβλημα στον βαθμό που συναρτάται με το αλυτρωτικό σημαινόμενο. Αυτό σίγουρα ισχύει σε σημαντικό βαθμό: ο συγκεκρι­μένος αλυτρωτισμός σαφώς συνδέεται στενά με το όνομα, δεν ταυτίζεται όμως πλήρως με αυτό. Και αυτό διότι, αν η άποψη ότι «το όνομα [ενν. Μακεδονία] είναι το όχημα του αλυτρωτισμού» ίσχυε απολύτως, τότε θα ήταν σαν να ισχυριζόμασταν ότι τα ιστορικά πάθη, οι εθνικισμοί, τα μίση, οι υπαρκτές ιστορίες καταπίεσης και γενικότερα οι μνήμες ενός εν μέρει ζοφερού παρελθόντος, δη­λαδή οι παράγοντες που βρίσκονται στην βάση του αλυτρω­τισμού, εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από ένα όνομα και θα πάψουν να υπάρχουν, αν αυτό εξαλειφθεί ή τροποποιηθεί. Και αυτό μάλλον δεν το ισχυριζόμαστε, όπως απέδειξαν οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόταση των Σκοπί­ων περί «Δημοκρατίας της Μακεδονί­ας του Ίλιντεν». Κανείς π.χ. δεν αντιπρότεινε εδώ την ονομα­σία «Δημοκρατία του Ίλιντεν» (χωρίς το «Μακεδονία»), αφού θεωρήθηκε ότι η επίκληση της εξέγερσης του Ίλιντεν αποτελεί από μόνη της τον «αλυτρωτισμό αυ­τοπροσώπως». Κατά συνέπεια, έστω και κάπως ανεπεξέργαστα, παραδε­χόμαστε ότι το όνομα «Μακεδονία» είναι μεν το σημαντικό επιφαινόμενο του αλυτρωτισμού όχι όμως και η βαθύτερη βάση του.

5. Ο εθνικισμός δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογίας, ιστορίας, πολιτικής ή διεθνών σχέσεων. Είναι και ζήτημα κοινωνικής δομής. Στο πεδίο αυτό, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ορισμένα χαρακτη­ριστικά κοινά στοιχεία στην κοι­νωνική ανθρωπολογία ενός μέρους του λαού της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Η απόλυτη διεκδίκηση π.χ. αποκλειστικότητας ως προς την έννοια της Μακεδονίας μοιάζει να αντα­νακλά μια κοσμοαντίληψη μικρής οικιστικής κλίμακας, περιορισμένων εξωτερικών επαφών και γεωγραφικής περιχαράκωσης στο πλαί­σιο του μη αστικού χώρου, η οποία ανάγεται πι­θανότατα σε οικιστικά και δημογραφικά δε­δομένα των προηγούμενων αιώνων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλι­στα, αντιπαρα­γωγική υπήρ­ξε κάπο­τε η μαξιμαλιστική άποψη του «ούτε Μακεδονία ούτε παράγω­γα». Και αυτό διότι στο δού­ναι και λαβείν της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να δώσει το επίθετο, το οποίο έχει μια πιο ξεκάθαρα γεωγραφική-επιμεριστική διάσταση, προκει­μένου να αποφύγει το ου­σιαστικό. Να διατυπώσει δηλαδή (αντι)προτάσεις, όπως π.χ. «μα­κεδονική Δημοκρατία των Σκοπί­ων» ή ακόμη και «μακεδονική Δη­μοκρατία του Ίλιντεν», αν οι γεί­τονες έδει­χναν ουσια­στική διάθε­ση για μια σύγχρονη, μη αλυτρωτι­κή ανάγνωση και νοη­ματοδότηση του ιστορικού αυ­τού κεφαλαί­ου. Υπό το ίδιο ανθρωπολογικό πρίσμα μπορεί να ερμη­νευθεί και η χαρακτηριστική λο­γική «μικρο­κόσμου» όσον αφορά την αντίληψη στοιχείων του ζητή­ματος: στην μεν ΠΓΔΜ πολλοί αδιαφορούν για το ότι η φανατική διασύνδεση ενός σύγχρονου σλα­βόφωνου πληθυσμού με την αρ­χαία ελληνι­κή Μακεδο­νία θεωρείται έωλη από κάθε εγγράμματο πολίτη στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ στην Ελ­λάδα ένα κομμάτι του πληθυσμού υποβαθμίζει χαρακτη­ριστικά το διεθνές τετελε­σμένο της ανα­γνώρισης της γειτονικής χώρας με το όνομα «Μακεδονία» από τις περισσότερες χώρες της υφηλί­ου, στον τύπο, την καθημερινή γλώσσα, κλπ.

Τα ανωτέρω σημεία απλώς υποψιάζουν ακροθιγώς για τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα του συ­γκεκριμένου ζητήματος. Στον κυκεώνα της ιστορικής αυτής ακολουθίας έρχεται να προστεθεί πλέον και η συμφωνία Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ. Το σαφώς θετικό της στοιχείο είναι η πρόθεση επίλυ­σης του χρόνιου αυτού ζητήματος, έστω και υπό το κράτος εξωτερικών πιέσεων. Η πρόθεση αυτή αποκτά αξία κυρίως διότι μοιάζει να διέπεται από μια ειλικρινή διάθεση προσέγγισης των μετριο­παθών τμημάτων των δύο λαών, η οποία είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος μακροπρόθεσμης άμβλυν­σης της βάσης του αλυτρωτισμού και όχι απλώς του όποιου ονοματολογικού της επιφαινομένου. Σαφώς θετική είναι και η προοπτική τροποποίη­σης της συνταγματικής ονομασίας της ΠΓΔΜ, αν και το «Βόρεια Μακεδονία» για πολλούς και διάφορους λόγους δεν συνιστά ίσως την βέλτιστη λύση. Προκειμένου να αποσπάσει την συγκεκριμένη τροποποιημένη ονομασία, η ελληνική πλευρά διαχει­ρίστηκε, ωστόσο, με αμφιλεγόμενο τρόπο το θέμα της γλώσσας και της ιθαγένειας. Κατά την δική μας άποψη, η Ελλάδα θα μπορούσε στο θέμα αυτό να αποδεχθεί την εισαγωγή του όρου «ελ­ληνομακεδονικός», που χρησιμοποίησε ο Α. Τσίπρας, για τις ανα­φορές στην ελληνική Μα­κεδονία, προκειμένου η άλλη πλευρά να δεσμευτεί στη χρήση του όρου «σλαβομακεδονικός» ή «μακεδονι­κός σλαβικός» όσον αφορά τη γλώσσα και «βορειομακεδονικός» όσον αφορά την ιθα­γένεια (ούτως ώστε να ενσω­ματώνει και τον αλβανόφωνο πληθυσμό). Υπό το πρίσμα προσεγγίσε­ων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να μοιάζει επισφαλής ή και επικίνδυνη για την Ελλάδα. Αν, ωστόσο, θεωρήσουμε ότι στην βάση των μονοπω­λιακών αξιώσεων ως προς την έννοια της Μακεδονίας υποκρύπτονται και δομικοί παράγοντες κοινωνικοανθρωπολο­γικής φύσεως, τότε η πρόταση αυτή είναι ίσως η μόνη που μπορεί να λειτουργή­σει ντετερμινιστικά, «αναδιαρ­θρώνοντας» μεσομακροπρόθεσμα την βαθύτερη νοητική δομή της συγκεκριμένης, «μονο­πωλιακής» κοσμοαντί­ληψης και στις δύο πλευρές των συνόρων.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, η διαπραγματευτική διαχείριση του θέματος της γλώσσας και της ιθαγένειας συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα της συμφωνίας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θεσμικό ζήτημα της παράκαμψης της Βουλής κατά την διαδικασία σύναψης της συμφωνίας, τότε η γενική μας άποψη για αυτήν είναι έστω και οριακά αρνητική. Η ευθύνη, εντούτοις, για την κάθε εξέλιξη σε αυτές τις περι­πτώσεις δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά καταμερίζεται και στις υπόλοι­πες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες διαμορφώνουν κι αυτές με την στάση τους το γενι­κότερο κλίμα και πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αν η άποψή μας για την συμφωνία είναι οριακά αρνητική, κάθε­τα αρνητική είναι η στάση μας απέναντι σε κάθε ακραία, μονόπλευρη και γηπεδι­κή προσέγγιση ενός τόσο σύνθετου ζητήματος. Προδίδοντας εύγλωττα ότι τα προβλήματα πολιτισμι­κής ταυτότη­τας δεν αφορούν μόνο τους σλαβόφωνους της ΠΓΔΜ, οι εκτροπές αυτές του δημο­σίου λόγου υπονομεύουν το μέλλον της Ελλάδας τουλάχιστον εξίσου με τους λιγότερο ή περισ­σότερο επικίνδυνους αλυτρωτισμούς άλλων χωρών.

Κατηγορίες:Ιστορικά, Πολιτικά

Ιστορική-κοινωνική θεωρία και δημόσιος λόγος στην Ελλάδα (Διάλεξη στη Νομική Βιβλιοθήκη, 12/02/2016)

27 Νοεμβρίου, 2016 4 Σχόλια

Την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016 πραγματοποιήθηκε διάλεξη του γράφοντος στην Νομική Βιβλιοθήκη με θέμα «Ιστορική-κοινωνική θεωρία και δημόσιος λόγος στην Ελλάδα». Η διάλεξη έλαβε χώρα στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού βραχίονα της Νομικής Βιβλιοθήκης, στο μάθημα Γενικής Παιδείας του τμήματος προετοιμασίας για τις εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Θα ήθελα από την θέση αυτή να ευχαριστήσω τον διδάσκοντα του μαθήματος Γενικής Παιδείας, Δρ. Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκλεκτό φίλο Κώστα Τσίνα για την πρόσκληση. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω όσους παρευρέθησαν στην διάλεξη για το εξαιρετικό ενδιαφέρον τους για τα θέματα που αναπτύχθηκαν και για την γόνιμη και ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε.

Σκοπός της διάλεξης ήταν να διερευνήσει την ποιότητα του δημοσίου λόγου στην Ελλάδα, ιδίως κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, υπό το πρίσμα ορισμένων πολύ βασικών πτυχών ιστορικής και κοινωνικής θεωρίας. Μεταξύ των θεμάτων της διάλεξης ανήκουν και πολλά σημεία που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο άρθρων του παρόντος ιστολογίου. Αυτό που κυρίως τονίστηκε είναι ο ιδιαίτερα προβληματικός χαρακτήρας της διαρκούς και ταυτόχρονα αμιγώς εμπειροτεχνικής δημόσιας ενασχόλησης με την κοινωνία. Της ενασχόλησης, δηλαδή, εκείνης, η οποία, σε μια εποχή προϊούσας εξειδίκευσης των γνώσης, συνήθως στερείται ακόμη και του πιο βασικού, εγκυκλοπαιδικού γνωστικού υποβάθρου όσον αφορά την επιστημονική μελέτη των κοινωνιών. Σαν αποτέλεσμα, η συχνά ακραία οξύτητα των χαρακτηρισμών και των αξιολογικών κρίσεων που διακρίνει τον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα βασίζεται ενίοτε σε ιστορικές και θεωρητικές αντιλήψεις προηγούμενων αιώνων, π.χ. σε απλουστευτικές εκδοχές εξελικτισμού και θετικισμού. Κατά συνέπεια, εμφανίζεται ως επιτακτική ανάγκη η πιο στενή αναστροφή των εκφραστών του δημοσίου λόγου με την ευρύτερη κοινωνική θεωρία. Με δεδομένη, τέλος, την παραδοσιακά στενή σύνδεση μεταξύ νομικής και πολιτικής, η μεγαλύτερη προσέγγιση των δύο αυτών χώρων με την επιστημονική μελέτη της κοινωνίας θα μπορούσε να αποφέρει στο μέλλον ιδιαίτερα σημαντικούς καρπούς προς όφελος όλων. Ακολουθεί το βίντεο της διάλεξης, την οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σε συνδυασμό με τις διαφάνειες.

Ανασκαφικός τουρισμός: συζήτηση ή σύγκρουση;

7 Αυγούστου, 2014 5 Σχόλια

Κάθε καλοκαίρι διεξάγεται στην Ελλάδα ένα πλήθος αρχαιολογικών ανασκαφών. Το φετινό καλοκαίρι, ωστόσο, έμελλε να μην περιλαμβάνει μόνο ανασκαφές, αλλά και πολύ λόγο περί των ανασκαφών. Αιτία το πρόγραμμα «Γίνε αρχαιολόγος για μία μέρα», το οποίο επιχείρησαν να υλοποιήσουν το ξενοδοχειακό συ­γκρότημα Costa Navarino σε συνεργασία με τους υπευθύνους της ανασκαφής στην αρχαία Μεσσήνη. Στο πλαίσιο του τουριστικού αυτού πακέτου, τουρίστες θα είχαν την δυνατότητα της συμμετοχής έναντι πληρω­μής (120 ευρώ την ημέρα) στις ανασκαφές για μια ημέρα ή μια εβδομάδα. Το εγχείρημα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ προκάλεσε έντονη δημόσια αντιπαράθεση, καθώς προσδέθηκε γρήγορα στο υφι­στάμενο συγκρουσιακό πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης: από την μια μεριά μέσα και πρόσωπα φίλα προσκείμενα στην λεγόμενη μεταρρυθμιστική και (νεο)φιλελεύθερη πτέρυγα της ελληνικής πολιτικής (βλ. π.χ. τα τρία άρθρα της Μ. Κατσουνάκη στην εφημερίδα Καθημερινή [09/0713/0720/07/2014]) και από την άλλη οι σχετικές παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του κατά βάσιν επίσης αριστερών προσανατολισμών Συλ­λόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ). Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση ανέδειξε για άλλη μια φορά ένα σημα­ντικό πρόβλημα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα που δεν είναι άλλο από το ότι σε περιπτώσεις σαν και αυτή μοιάζει να ενδιαφέρει περισσότερο η σύγκρουση παρά η (όποια) συζήτηση. Η έμφαση στην σύ­γκρουση δεν είναι φυσικά παράλογη αν ληφθεί υπόψιν ο σημαντικός ρόλος του συγκεκριμένου φαινομένου στο πλαίσιο των παραδοσιακών, μη αστικών καταβολών της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, ο ανθρωπολο­γικός αναγω­γισμός των ιδεολογικών «επιφαινομένων», η ροπή περισσότερο στην βεντέτα και λιγότερο στον «σασμό», μοιάζει να ενισχύεται από ένα χαρακτηριστικό κομμάτι σε ένα από τα άρθρα της Κατσουνάκη. Εί­ναι το ση­μείο, όπου απορρίπτεται όχι μόνο το «όχι», αλλά και το «ναι μεν, αλλά» της άλλης άποψης, καθι­στώντας σαφές ότι αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η συζήτηση, αλλά η απόλυτη υποταγή της αντίθετης γνώμης, πιθανώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση του εχθρού πάνω στο USS Missouri…Αντίστοιχα φαι­νόμενα αδιαλλαξίας απαντώνται, όμως, συχνά και στην άλλη πλευρά. Ως «άλλη πλευρά» δεν νοείται εδώ συλλήβδην κάθε άν­θρωπος που εξέφρασε αμφιβολίες και αντιρρήσεις για πτυχές του ευρύτερου ζητήματος των ανοι­χτών ανα­σκαφών (στην κατηγορία αυτή, άλλωστε, αυτή δηλαδή όσων εκφράζουν τέτοιες αμφιβο­λίες, ανή­κει και ο γράφων, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια). Νοείται κυρίως η πλευρά εκείνη που δίνει την εντύ­πωση ότι εί­ναι εντελώς κλειστή στην προοπτική να συζητήσει, όχι αναγκαστικά με τους ακραίους και επιθε­τικούς εκ­προσώπους της άλλης άποψης (που είναι λογικό), αλλά ακόμη και με όσους θα ψέλλιζαν με διαλ­λακτική διάθεση κάποιο δικό τους «ναι μεν, αλλά» στα επιχειρήματά της.

Anaskafes

Ανασκαφές: δημόσιες ιδιωτικές ή και ιδιωτικές ιδιωτικές…;

Σαν αποτέλεσμα, η περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης, η οποία λόγω της εμπλοκής της ιδιωτικής πρωτο­βουλίας προσέφερε μια εξαιρετική αφορμή για σύγκρουση, απομονώθηκε από το ευρύτερο θέμα, στο οποίο εντάσσεται: το ζήτημα του ανασκαφικού τουρισμού ως μορφής εναλλακτικού τουρισμού. Είναι μάλλον βέβαιο ότι χωρίς την εμπλοκή του Costa Navarino το ζήτημα δεν θα είχε γίνει αντικείμενο θορυβώδους δη­μόσιας αντιπαράθεσης, όπως, άλλωστε, δεν έγινε η αναλυτική πρόταση των αρχαιολόγων Α. Τσαραβόπου­λου και Γκ. Φράγκου για τον ανασκαφικό τουρισμό. Βασικό θέμα της συζήτησης αυτής, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε εμείς, είναι το αν πρέπει αν υπάρξει στην χώρα μας συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει και να ρυθμίζει την επί πληρωμή συμμετοχή τουριστών σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Διότι χω­ρίς προϋπάρχουσα, σχετική νομική ρύθμιση και νόμιμη αδειοδότηση, απλά και μόνο κάνοντας έφοδο με την σημαία των μεταρρυθμίσεων και του αφρι­κανικής κοπής ευρωπαϊσμού (αυτού με τα φετίχ), δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι συντρέχουν ακριβώς οι βέλτιστες συνθήκες για την υλοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Στην ουσία του το ζήτημα μπορεί να δια­κριθεί σε τέσσερα υποζη­τήματα: το θέμα του ερασιτεχνισμού (αν, δηλαδή, δεχόμαστε γενικά να συμμε­τέχουν αρχαιολογικά ανειδί­κευτοι ιδιώτες-τουρίστες σε μια εξειδικευ­μένη επιστημο­νική δραστηριότητα, όπως η αρχαιολογική ανα­σκαφή), το θέμα του τρόπου συμμετοχής των ιδιωτών στις ανασκαφές (για πόσο χρόνο θα συμμετέχουν, τι εργασίες θα επιτραπεί να εκτελούν, κλπ.), το θέμα του αντιτίμου (αν, δηλαδή, δε­χόμαστε οι τουρίστες να πληρώνουν για την συμμετοχή τους αυτή) και, τέλος, το θέμα του φορέα (το ποιος θα δικαιούται να είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής του αντιτίμου για την συμμετοχή).

Ως προς το πρώτο ζήτημα, το αν, δηλαδή, πρέπει να συμμετέχουν ανειδίκευτοι σε αρχαιολογικές ανασκα­φές, μπορεί καταρχάς να αναφερθεί το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει ήδη, πολύ συχνά και σε διάφορες μορφές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Θεωρητικά δεν είναι, φυσικά, λάθος η παρατήρηση του ΣΕΑ ότι υπάρχουν «κίνδυνοι που συνεπάγεται η συμμετοχή ανθρώπων άσχετων με την αρχαιολογία στη διαδικασία της ανασκαφής, της αναστήλωσης ή της συντήρησης». Στην πράξη, όμως, έχει αποδειχθεί ότι είναι η ίδια η φύση της ανασκαφής, η οποία περιλαμβάνει και δραστηριότητες αμιγώς εργατοτεχνικού ή καθαρά επικουρι­κού χαρακτήρα, που καθιστά εφικτή την συμμετοχή σε αυτήν και ανειδίκευτου προσωπικού. Αυτό αναγνω­ρίζεται, άλλωστε, και επίσημα από το ελληνικό κράτος και το υπουργείο πολιτισμού, το οποίο προκηρύσσει συνεχώς θέσεις για εργατοτεχνικό προσωπικό ΥΕ και ΔΕ. Σαφώς πολλοί από τους εργάτες αυτούς, ιδίως κάποιοι από τους αρχιτεχνίτες που δουλεύουν μέσα στα σκάμματα, έχουν συγκεντρώσει με τον καιρό με­γάλη ανασκαφική εμπειρία. Τυπικά, ωστόσο, δεν διαθέτουν ούτε αυτοί εξειδίκευση ΠΕ στην αρχαιολογία. Διαθέτουν απλώς (πέραν της εμπειρίας) την νομική κάλυψη και το πλαίσιο που ρυθμίζει την απασχόλησή τους σε συγκεκριμένες ανασκαφικές εργασίες, δηλαδή σε επιμέρους πτυχές μιας κατά τα άλλα εξειδικευμένης επιστημονικής δραστηριότητας, όπως είναι η αρχαιολογική ανασκαφή και γενικότερα η αρχαιολογία.

Εκτός αυτού, σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ερασιτεχνισμού στην αρχαιολογία (πτυχές, του οποίου έχει θίξει και ο γράφων από άλλη θέση), συντρέχουν στην Ελλάδα συνθήκες που υπαγορεύουν μια κάποια μετριο­πάθεια στην προσέγγισή του. Όπως, δηλαδή, έχει αναλύσει σε άρθρο της το 2009 η Κ. Φουσέκη, στην Ελ­λάδα είναι συχνά οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι που είναι επιφορτισμένοι, και μάλιστα δια νόμου, με το καθήκον του ερασιτε­χνισμού. Στο πλαίσιο, δηλαδή, μιας παρωχημένης αντίληψης για το ευρύτερο και σύνθετο πεδίο της πολιτι­σμικής κληρονομιάς ανατίθεται στους αρχαιολόγους η ευθύνη για πτυχές πολιτισμικής διαχείρισης που ανή­κουν (και) σε άλλες ειδικότητες. Ένα από τα παραδείγματα που αναφέρει η Φουσέκη αφορά το Κε­ντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ένα όργανο που παρά το ότι καλείται να διευθετεί ζητήματα στο ση­μείο επαφής μεταξύ της αρχαιολογικής δραστηριότητας και της κοινωνίας αποτελείται κατά βάσιν από αρ­χαιολόγους, οι οποίοι καλούνται να κάνουν και την δουλειά κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων ή κοινωνικών ψυχο­λόγων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αφορά τις περι­πτώσεις, όπου αρχαιολόγοι αναλαμβάνουν να κάνουν την δουλειά μουσειολόγων. Η διαμόρφωση π.χ. των εκθέσεων σε δύο από τα πιο σημαντικά νέα μουσεία της χώρας, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και το νέο Μουσείο Πα­τρών, ανατέθηκε σε δύο έμπειρους μεν αρχαιολόγους της παλαιότερης γενιάς, χωρίς όμως μου­σειολογική κατάρτιση και εξειδίκευση. Αρχαιολόγοι χωρίς ανάλογη ειδίκευση υπηρετούν, επίσης, συχνά και ως τμημα­τάρχες μουσείων στο πλαίσιο των τοπικών εφορειών αρχαιοτήτων. Και αυτό την ίδια στιγμή που υπάρχουν αξιόλογοι νέοι Έλληνες μουσειολόγοι με εξειδικευμένες σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το γεγο­νός, φυσικά, ότι αρχαιολόγοι νομιμοποιού­νται να λειτουργούν ενίοτε ως ερασιτέχνες κοινωνιολόγοι ή μου­σειολόγοι δεν σημαίνει από μόνο του ότι πρέπει να γίνουν και όλοι οι υπόλοιποι ερασιτέχνες αρχαιο­λόγοι. Είναι, όμως, ένα γεγονός που μπορεί ίσως να αμβλύνει λίγο τον αντιπαραγωγικά απόλυτο χαρακτήρα που ενίοτε προσλαμ­βάνει η σχετική επιχειρηματολο­γία.

Περνώντας π.χ. στο δεύτερο σημείο, δηλαδή το θέμα του τρόπου συμμετοχής των ιδιωτών στις ανασκαφές, θα μπορούσε να οριοθετηθεί μέσα από σχετική συζήτηση το πεδίο δραστηριοποίησης τους. Είναι χαρακτηρι­στικό ότι ως τώρα οι σχετικές παρεμβάσεις δεν εξειδικεύουν όσο θα έπρεπε το συγκεκριμένο σημαντικό σημείο, παρά το ότι υπάρχουν αρκετές και συγκεκριμένες πτυχές μιας ανασκαφής, στις οποίες μπορεί να απα­σχοληθεί το μη εξειδικευμένο προσωπικό. Σε αυτές ανήκουν π.χ. ο έλεγχος των αφαιρούμενων επιχώσε­ων για τυχόν ευρήματα που έχουν διαφύγει της προσοχής, το κοσκίνισμα του χώματος, το ξεχώρισμα –με κα­τάλληλες οδηγίες και επίβλεψη– των διαφορετικών κατηγοριών κεραμεικής (π.χ. κεραμίδες από όστρακα αγγείων), η βοήθεια κατά την πραγματοποίηση των ανασκαφικών μετρήσεων, η βοήθεια στο γράψιμο των ανασκαφικών πινακίδων-καρτελών, η βοήθεια στην φωτογράφηση της ανασκαφής (τοποθέτηση κλίμακας, του βέλους του βορρά, του πίνακα των ανασκαφικών στοιχείων), το πλύσιμο οστράκων αγγείων υπό την επί­βλεψη συντηρητή, καθώς και η τακτοποίηση των ευρημάτων στις αποθήκες. Επίσης, όσοι από τους συμμε­τέχοντες τουρίστες μπορούν, είναι δυνατό να συνεισφέρουν στην δημιουργία σκαριφημάτων για το ανασκα­φικό ημερολόγιο και να προσφέρουν πρακτική βοήθεια στις μετρήσεις που χρειάζονται οι αρχιτέκτονες και σχεδιαστές της ανασκαφής για την δημιουργία των ανασκαφικών σχεδίων. Με αυτό τον τρόπο οι συμμε­τέχοντες τουρίστες απασχολούνται σε ένα οριοθετημένο φάσμα πρακτικών επικουρικών δραστηριοτήτων της ανασκαφής, χωρίς να εμπλέκονται ούτε στις πιο εξειδικευμένες αρχαιολογικές παραμέτρους της, αλλά ούτε και να περιορίζονται αποκλειστικά στις όχι και τόσο ελκυστικές, αμιγώς χειρωνακτικές εργασίες.

Το γεγονός ότι οι ανωτέρω εργασίες είναι επικουρικές δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι προσφέρονται οπωσδή­ποτε και για εμπειρία της «μιας ημέρας». Σε μία μόνο ημέρα ούτε ο ίδιος ο τουρίστας θα αποκομίσει πολλά πράγματα από την συμμετοχή του στην ανασκαφή, αλλά ούτε και η ανασκαφή μπορεί να λειτουργήσει ικα­νοποιητικά αν το επιστημονικό της προσωπικό πρέπει κάθε πρωί να εξηγεί τα ίδια πράγματα σε διαφορετι­κούς ανθρώπους. Αντιθέτως, αν η ίδια ομάδα τουριστών συμμετέχει στην ανασκαφή για μεγαλύτερο διάστημα, ας πούμε ενδεικτικά για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, τότε μπορεί ήδη από την δεύτερη-τρίτη μέρα να αρχίσει να εξοικειώνεται με την διαδικασία και την ροή της ανασκαφής. Δύο τουλάχιστον εβδο­μάδες συμμετοχής είναι κατά την γνώμη μας απαραίτητες για να αναπτυχθεί και ένας λίγο πιο ισχυρός δεσμός με την αρχαιολογική θέση και το φυσικό της περιβάλλον. Εκτός αυτού, ένας τουρίστας που θα ξέρει εκ των προτέρων ότι θα απασχοληθεί για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων στην ανασκαφή, είναι πιθανό ότι θα πηγαίνει σε αυτήν πιο συνειδητοποιημένος και με μεγαλύτερη σοβαρότητα ως προς τα κίνητρα και την διάθεση συνεργασίας με το επιστημονικό προσωπικό της ανασκαφής. Μια τέτοια προσέγγιση είναι συμ­βατή με την πρόταση των Τσαραβόπουλου-Φράγκου, όπου γίνεται λόγος για ανασκαφικές διακοπές διαρκεί­ας τουλάχιστον ενός μηνός. Δεν εναρμονίζεται, αντιθέτως, με την οπτική της βραχυπρόθεσμης συμ­μετοχής των τουριστών (π.χ. για μία ή δύο ημέρες), στο πλαίσιο της οποίας δίνεται σαφώς η εντύπωση πως η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της εμπορευματοποίησης της ανασκαφής, άσχετα με το ποιος είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής του αντιτίμου συμμετοχής.

Γιατί, όμως, να δεχθούμε γενικά το να πληρώνουν ιδιώτες για να συμμετέχουν σε αρχαιολογικές ανασκα­φές; Γιατί να μην συμμετέχουν σε αυτές εθελοντικά, χωρίς χρηματικό αντίτιμο, όπως γίνεται ήδη σε πολλές περιπτώσεις (χωρίς συνήθως να διατυπώνεται και η ένσταση περί ανειδίκευτων ή ερασιτεχνών); Κατά την άποψή μας, η προοπτική αποδοχής μιας τέτοιας άποψης συνδέεται με το κατά πόσο αποδεχόμαστε την ιδέα του ανασκαφικού τουρισμού ως μορφής εναλλακτικού τουρισμού. Χιλιάδες τουρίστες πληρώνουν κάθε χρόνο χρηματικό αντίτιμο για υπηρεσίες πολιτιστικού τουρισμού, π.χ. επισκέψεις και μουσεία και αρχαιολο­γικούς χώρους, στις οποίες, ειδικά στην Ελλάδα, λίγες φορές τους παρέχεται η δυνατότητα μιας πιο βιωμα­τικής, συμμετοχικής και κονστρουκτιβιστικής εμπειρίας, όπως π.χ. υπαγορεύουν οι σύγχρονες θεωρητικές προ­σεγγίσεις στην μουσειολογία. Αν υποτεθεί, συνεπώς, ότι αφήνουμε κατά μέρος το ζήτημα του ερασιτε­χνισμού (είτε με την μορφή της ένστασης για την συμμετοχή ανειδίκευτων ιδιωτών στις ανασκαφές είτε με αυτή της απόφανσης με αμιγώς αρχαιολογικά, και ως εκ τούτου εν μέρει ερασιτεχνικά κριτήρια για ένα ζή­τημα ευρύτε­ρης πολιτισμικής διαχείρισης, όπως είναι ο ρόλος της ανασκαφής), τότε η πρόταση των Τσαρα­βόπουλου-Φράγκου μπορεί να αποτελέσει μια καλή βάση συζήτησης για την ενσωμάτωση των ανασκαφών στην σφαίρα του εναλλακτικού τουρισμού. Η πρότασή τους για την δημιουργία ζωντανών αρχαιολογικών πάρκων, στην διαμόρφωση των οποίων θα με­τέχουν ενεργά οι ίδιοι οι τουρίστες, η μετατροπή των τελευταί­ων από παθητικούς επισκέπτες σε δρώντα υποκείμενα, η ανάληψη εκ μέρους του επιστημονικού προσωπι­κού ενεργού διδακτικού ρόλου (με σεμινάρια και μαθήματα πάνω σε πτυχές της ιστορίας και της αρχαιο­λογίας), καθώς και η παράλληλη επαφή και με τα πιο σύγχρονα στοιχεία του εκάστοτε τόπου (π.χ. τα τοπικά προϊόντα, τους παρα­γωγούς της περιοχής, κλπ.) έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αξιόλογης υπηρεσίας εναλ­λακτικού τουρισμού, για την οποία κάθε άλλο παρά παράλογο μπορεί να θεωρηθεί το χρηματικό αντίτιμο εκ μέρους των συμμετεχόντων τουρι­στών.

Ποιος φορέας, όμως, θα πρέπει να δικαιούται να διοργανώνει τέτοιου είδους προγράμματα ανασκαφικού τουρισμού και να εισπράττει, φυσικά, το σχετικό αντίτιμο; Η πρόταση των Τσαρα­βόπουλου-Φράγκου προ­κρίνει την συγκρότηση συνεταιριστικών επιχειρηματικών ομάδων που θα περιλαμβάνουν τους εργαζομένους στον χώρο (αρχαιολόγους, συντηρητές, σχεδιαστές, εργάτες, λογιστές, κ.ά.) σε συνεργασία με τοπικές επαγ­γελματικές ενώσεις (ξενοδόχων, εστιατόρων, ταξιδιωτικών πρακτόρων και όλων των εμπλεκομένων στον τουρισμό), καθώς και με τους πολιτιστικούς συλλόγους της εκάστοτε περιοχής, όπου θα βρίσκεται η ανα­σκαπτόμενη αρχαιολογική θέση. Η δική μας άποψη είναι ότι, αν και σαφώς μια πρόταση, όπως η ανω­τέρω, μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης, η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων ανασκαφικού τουρισμού είναι καλύτερα να λαμβάνει χώρα σε ένα πιο αμιγώς αρχαιολογικό-ερευνητικό πλαίσιο. Προτεραιότητα πρέπει να είναι το να διασφαλίζονται κάθε φορά οι όσο το δυνατόν καλύτεροι όροι διεξαγωγής της ανασκαφής, κάτι που σημαίνει ότι επικεφαλής του κάθε προγράμματος πρέπει να είναι το επιστημονικό προσωπικό της. Η εν­σωμάτωση στην εκάστοτε συνεταιριστική ομάδα με όρους ισοτιμίας και μη επιστημονικού προσωπικού (π.χ. ξενοδόχων, ταξιδιωτικών πρακτόρων) δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για τους κινδύνους νόθευσης της ανα­σκαφικής και αρχαιολογικής διαδικασίας με προτεραιότητες άσχετες με αυτήν. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι π.χ. η χρήση φρασεολογίας του τύπου «γίνε αρχαιολόγος για μια μέρα», η οποία μπορεί να θεω­ρείται επικοινωνιακά θεμιτή από έναν ιδιώτη του ξενοδοχειακού κλάδου, από την σκοπιά του επιστήμονα, όμως, συνιστά όχι μόνο έμπρακτη εξαπάτηση του τουρίστα (αφού στην πραγματικότητα δεν γίνεται αρ­χαιολόγος, αλλά απλώς βοηθά τους αρχαιολόγους), αλλά και στοιχείο ευτελισμού της ίδιας της επιστήμης (αφού καλλιεργείται έτσι η αίσθηση ότι η αρχαιολογία είναι επιστήμη που την μαθαίνεις σε μια μέρα ή μια εβδομάδα). Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι σε ανάλογα προγράμματα στο εξωτερικό συναντά κανείς τον πιο με­τριοπαθή τίτλο «ανασκαφή για μια μέρα» (dig for a day). Αντιθέτως, οι κίνδυνοι αυτοί ελαχιστοποιούνται αν το δικαίωμα δημιουργίας και προσφοράς των προγραμμάτων ανασκαφικού τουρισμού επιφυλάσσεται σε ομάδες επιστημονικού αρχαιολογικού προσωπικού. Του προσωπικού, δηλαδή, το οποίο σε αντίθεση με άλ­λους απασχολούμενους στον χώρο του ευρύτερου τουρι­σμού (π.χ. ξενοδόχους) αντιμετωπίζει οξύτατα προ­βλήματα ανεργίας (αρχαιολόγοι, συντηρητές, αρχι­τέκτονες, σχεδιαστές).

Ακόμα, όμως, κι αν φανταστούμε τις συνεταιριστικές αυτές ομάδες ως αμιγώς επιστημονικές ως προς την σύνθεση, δεν αναιρείται το γεγονός ότι τα μέλη τους θα ασκούν μια δραστηριότητα με χαρακτηριστικά (και) ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Μπορεί να τεθεί, επομένως, το ερώτημα αν είμαστε υπέρ του αρχαιολόγου, ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασίες που, όπως λέει ο ΣΕΑ, «ιδιωτικοποιούν την επιστημονική έρευνα». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κατά πρώτον ότι για να επιμένουμε στο θέμα της ιδιωτικοποίησης πρέπει από την άλλη πλευρά να υπάρχει –ουσιαστικά και όχι μόνο τυπικά– δημόσιος χαρακτήρας. Όποιος, όμως, ζει στην Ελλάδα γνωρίζει καλά ότι η διάκριση ιδιωτικού και δημοσίου είναι πολύ συχνά ρευστή. Και αυτό διότι είναι το ίδιο το «δημόσιο» που πολλές φορές λειτουργεί με όρους προσωπικών, ιδιωτικών μονοπωλιακών συμφερόντων, προσώπων ή ομάδων. Για παράδειγμα, εθιμικού ή παραδοσιακού τύπου ιδιωτικοποίηση των αρχαιοτήτων έχουμε κάθε φορά που ένας αρχαιολόγος διατηρεί de facto επ΄ αόριστον τα δικαιώματα μελέτης και δημοσίευσης ενός συνόλου αρχαιολογικού υλικού. Ιδιωτικοποίηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς έχουμε όταν σύνολα ευρη­μάτων ταξιδεύουν ενίοτε ακόμη και ολόκληρους νομούς για να ασφαλιστούν στις «προσωπι­κές» αποθήκες του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων μελέτης τους. Ιδιωτικοποίηση πόρων του δημοσίου έχουμε κάθε φορά που ένας αρχαιολόγος βάζει υφισταμένους του να κάνουν δουλειά για αυτόν, ακόμα και να συγγράφουν επιστη­μονικές δημο­σιεύσεις, χωρίς να αναφέρονται μετά πουθενά τα ονόματά τους. Ιδιωτικοποίηση του δημοσίου έχουμε κάθε φορά που αρχαιολόγοι, σε αγαστή συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες, προσλαμβάνουν χωρίς ή με φωτογρα­φικές προκηρύξεις προσωπικό για σωστικές ανασκαφές. Ιδιωτικοποίηση του δημοσίου συνιστά η ιταμή φράση «θα σε βάλω εγώ στην Χ ανασκαφή», η οποία έχει ακουστεί πολλές φορές από χείλη αρ­χαιολόγων, οι οποίοι παίζουν στην «κατηγορία ΠΕ» το ίδιο παιχνίδι που συνήθως οι πολιτευτές κάθε πε­ριοχής παίζουν στις «κατηγορίες ΥΕ και ΔΕ» (συχνά το εργατοτεχνικό προσωπικό των ανασκαφών «απο­καθίσταται» από τοπι­κούς πολιτευτές, ενώ το αρχαιολογικό προσωπικό από αρχαιολόγους της υπηρεσίας). Εννοείται, φυσικά, ότι τέτοια κρούσματα «παραδοσιακού τύπου» ιδιωτικοποίησης του δημοσίου δεν απαντούν μόνο στην αρχαιο­λογική υπηρεσία, αλλά και σε πολλές άλλες πτυχές του (ένας υψηλά ιστάμε­νος αρχαιολόγος που π.χ. βάζει τους εργάτες της υπηρεσίας να κάνουν δουλειές στο κτήμα του δεν διαφέρει από έναν στρατιωτικό που ως διοικητής τάγματος βάζει τους φαντάρους με πτυχία να κάνουν δωρε­άν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά του).

Κατά συνέπεια, και με δεδομένο ότι φαινόμενα, όπως τα ανωτέρω, ουδέποτε έχουν προκαλέσει αντι­δράσεις σαν αυτές που προκαλεί η κεφαλαιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση, γεννάται το ερώτημα γιατί όσοι είναι εκτός του δημοσίου πρέπει να στερηθούν το δικαίωμα να κάνουν ό,τι πολύ συχνά κάνουν οι εντός αυ­τού: να επιχειρήσουν, νόμιμα και υπό συγκεκριμένους όρους, να «στεγάσουν» το δικό τους δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων σε αυτοχρηματοδοτούμενα σχήματα ανα­σκαφικού τουρισμού, τα οποία θα δίνουν την δυνατότητα της αρχαιολογικής έρευνας κυρίως σε όσους πιθα­νώς να μην βρουν ποτέ πλέον πρόσβαση στο ελληνικό δημόσιο (αρχαιολογική υπηρεσία ή πανεπιστήμιο). Εδώ μπορεί, φυσικά, κανείς να διερωτηθεί: το ότι υπάρχουν ιδιωτικά «μαγαζιά» εντός του δημοσίου σημαίνει ότι πρέπει αυτά να νομιμοποιηθούν και εκτός αυτού; Πιο ορθή λύση δεν είναι απλά να προσπαθήσουμε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα ιδιωτικοποίησης εντός του δημοσίου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι μια τέτοια προσέγγιση ξεκινά από ορισμούς του «δημοσίου» και του «ιδιωτικού» που δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό (υπό την δυτική έννοια) προσλαμβάνονται και πραγματώνονται σε μεγάλο βαθμό με τους όρους της ίδιας ανθρωπολογίας διαπροσωπικών σχέσεων και δικτυώσεων.

Συνεπώς, η λύση δεν είναι η διαρκής και πρακτικά ανώφελη καταγγελία της συγκεκριμένης «νοοτροπίας», αλλά η αποδοχή της ως δεδομένου και η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, ώστε να μην έχει μόνο το δημόσιο το μονοπώλιο του ιδιωτικού…Μέσα σε σαφές νομικό πλαίσιο, υπό την διεύθυνση αποκλειστικά επιστημονικού αρχαιολογικού προσωπι­κού και απασχολώντας ομάδες του­ριστών επί πληρωμή για διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων, σε συ­γκεκριμένο φάσμα επικουρικών ανα­σκαφικών εργασιών και χωρίς εμπορικά απατηλές υποσχέσεις για την μεταμόρφωσή των τουριστών σε «αρ­χαιολόγους για μια μέρα», τα προγράμματα ανασκαφικού τουρισμού που εξετάσαμε θα μπορούσαν πράγματι να προα­γάγουν και την αρχαιολογική έρευνα και την τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο πρέπει να περάσουμε από την σύγκρουση στην συζή­τηση και από την βεντέτα μεταξύ των ιδεο­λογικών «επιφαινομένων» να αναχθούμε στα υποκείμενα στοιχεία μιας ανθρωπολογίας που στην Ελλάδα υπάρχει εξίσου ως «δημόσιο» και ως «ιδιωτικό».