«Τὸ μυστήριον τοῦ μέλλοντος ἡμῶν»: Ελλάδα και Κύπρος στον τρίτο αιώνα από την Επανάσταση του 1821
Στα Άκρα (03/04/2019): «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;»
Το βράδυ της Τετάρτης 3 Απριλίου 2019 ο γράφων φιλοξενήθηκε στην εκπομπή της ΕΡΤ2 «Στα Άκρα» με την Βίκυ Φλέσσα. Πρόκειται για την εκπομπή που εδώ και 16 χρόνια έχει εμπλουτίσει την ελληνική τηλεόραση με ένα ιστορικής σημασίας αρχείο εξαιρετικών συνεντεύξεων ανθρώπων της επιστήμης, της τέχνης και ευρύτερα της διανόησης και του πνεύματος. Κατά την πολυετή της αυτή διαδρομή στον χώρο της ελληνικής τηλεόρασης, η εκπομπή «Στα Άκρα» έχει αποτελέσει μια διαχρονική σταθερά, κάνοντας κάθε φορά τον τηλεοπτικό χρόνο να κυλά διαφορετικά, διαμορφώνοντας το δικό της πιστό κοινό και φυλάττοντας τις δικές της Θερμοπύλες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα ήθελα και από αυτή την θέση να ευχαριστήσω ολόθερμα την Βίκυ Φλέσσα για την τιμητική πρόσκληση να φιλοξενηθώ στην εκπομπή της και να συζητήσουμε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με το βιβλίο «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;» και τις διάφορες προεκτάσεις του. Από κοινού με όλους τους φίλους της εκπομπής, θα ήθελα να ευχηθώ στην Βίκυ Φλέσσα να έχει πάντα υγεία και δύναμη, ώστε η εκπομπή «Στα Άκρα» να συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια να δίνει το μοναδικό και αναντικατάστατο στίγμα της στην πολύπαθη ελληνική τηλεόραση.
Έλληνες: ποῖ δὴ καὶ πόθεν;
«Έλληνες: ποῖ δὴ καὶ πόθεν; Μια αρχαιολογική και διεπιστημονική αναζήτηση στο χώρο και το χρόνο» είναι ο τίτλος ενός κύκλου δέκα διαλέξεων του γράφοντος που θα πραγματοποιούνται κάθε Τρίτη στις 18:00 από τις 16 Οκτωβρίου ως τις 18 Δεκεμβρίου 2018 στο City Unity College στο Σύνταγμα (Θησέως 15-17). Πρόκειται για τον εναρκτήριο κύκλο διαλέξεων μιας νέας, πρωτότυπης και φιλόδοξης εταιρείας, του Σπιτιού του Αρχαιολόγου. Σε μια περίοδο που η ενασχόληση με την αρχαιολογία φαντάζει ολοένα και πιο ηρωική για όσους δεν έχουν την προοπτική ή την ελπίδα μιας μόνιμης εργασιακής θέσης, το Σπίτι του Αρχαιολόγου φιλοδοξεί να καταδείξει ότι η αρχαιολογία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας νέας μορφής υγιούς επιχειρηματικότητας. Μεταξύ των ποικίλων ποιοτικών υπηρεσιών που φιλοδοξεί να προσφέρει στους αρχαιολόγους (π.χ. ψηφιοποιήσεις, μεταφράσεις, επιμέλειες, κλπ.), το Σπίτι του Αρχαιολόγου θα διοργανώνει τακτικά και κύκλους επιμορφωτικών σεμιναρίων/διαλέξεων. Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, τα σεμινάρια αυτά δεν θα απευθύνονται μόνο στους αρχαιολόγους, αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό με αρχαιολογικά και εν γένει αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντα.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και ο κύκλος διαλέξεων του γράφοντος, που έχει στόχο να εξετάσει το «από πού» (πόθεν) και το «προς πού» (ποῖ δὴ) των Ελλήνων υπό ένα διαχρονικό και διεπιστημονικό πρίσμα. Τον κορμό της αφήγησης αποτελεί η παρουσίαση των πιο πρόσφατων επιστημονικών εξελίξεων για την προέλευση του ελληνικού πολιτισμού μέσα από το σχετικό ερευνητικό έργο του ομιλητή. Παράλληλα, η αναζήτηση της προέλευσης συνδυάζεται και με την εξέταση ορισμένων σημαντικών θεωρητικών ζητημάτων σε σχέση με την ελληνική πολιτισμική ταυτότητα σε διαχρονικό και συγχρονικό επίπεδο. Αξιοποιώντας συνδυαστικά ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων από την χώρο της αρχαιολογίας, της ιστορίας, της γλωσσολογίας, καθώς και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, γίνεται προσπάθεια να τεθεί μια νέα βάση για την κατανόηση όχι μόνο συγκεκριμένων πτυχών του παρελθόντος, αλλά και ορισμένων κρίσιμων παραμέτρων του αβέβαιου ελληνικού παρόντος. Το σεμινάριο αποτελεί την πολλαπλώς εμπλουτισμένη και επικαιροποιημένη εκδοχή του ομότιτλου κύκλου διαλέξεων που είχε δώσει ο γράφων το 2014 στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Πέραν της φυσικής τους διεξαγωγής στο City Unity College, οι διαλέξεις θα μεταδίδονται ζωντανά και μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας BigBlueButton, δίνοντας έτσι την δυνατότητα παρακολούθησης από τον υπολογιστή σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Αντιστοίχως, σε ό,τι αφορά το κόστος συμμετοχής, εκτός της δυνατότητας αυτοπρόσωπης πληρωμής κατά την προσέλευση στον χώρο, είναι εφικτή και η εξ αποστάσεως πληρωμή μέσω τραπέζης. Για όλες τις λεπτομέρειες μπορεί κανείς να ανατρέξει στην σχετική σελίδα στον ιστότοπο του Σπιτιού του Αρχαιολόγου. Είθε ο κύκλος αυτός διαλέξεων να αποτελέσει μια καλή εκκίνηση για τις δραστηριότητες της νέας εταιρείας, τις οποίες ελπίζουμε να αγκαλιάσει τόσο ο κόσμος της αρχαιολογίας όσο και το ευρύτερο κοινό.
Αρχαιολογική Θεωρία. Μια εισαγωγή
Ο καλός μεταφραστής μοιάζει λίγο με τον καλό διαιτητή. Όπως ο δεύτερος θεωρείται επιτυχημένος αν η παρουσία του σε έναν αγώνα περάσει εντελώς απαρατήρητη, έτσι και ο πρώτος έχει μάλλον επιτύχει στο έργο του αν η διαμεσολάβησή του ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη είναι όσο το δυνατόν πιο ανεπαίσθητη. Αυτή την αίσθηση μου άφησε η επίπονη εργασία της τελευταίας διετίας, με το πέρας της οποίας οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης μαζί με τον γράφοντα είναι στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσουν το νέο εκδοτικό τους εγχείρημα. Πρόκειται για το βιβλίο Αρχαιολογική θεωρία. Μια εισαγωγή, το οποίο είναι η ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Matthew Johnson, Archaeological Theory. An introduction (2η έκδοση, Malden – Oxford – Chichester: Wiley-Blackwell Publishing 2010).
Η μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου στα ελληνικά συνελήφθη για πρώτη φορά ως ιδέα κατά το εαρινό ακαδημαϊκό εξάμηνο του έτους 2005 στο Ινστιτούτο Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τότε ο γράφων είχε την τύχη να έχει καθηγητή τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου, η πρώτη αγγλική έκδοση του οποίου έγινε το 1999. Υπό την ιδιότητα του επισκέπτη καθηγητή σε ένα θεωρητικά ιδιαίτερα παραδοσιακό ακαδημαϊκό περιβάλλον, ο Βρετανός αρχαιολόγος Matthew Johnson, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, κατάφερε να μυήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο τους φοιτητές του στον συναρπαστικό κόσμο της θεωρίας. Το να κάνει κάποιος «συναρπαστική» την ενασχόληση με ένα αντικείμενο που δεν συνοδεύεται οπωσδήποτε αυτόματα με τον επιθετικό αυτό προσδιορισμό αποτελεί αναμφίβολα ίδιον ενός εμπνευσμένου και χαρισματικού δασκάλου. Και ο Matthew Johnson ήταν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή ότι αποτελούσε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου, ο οποίος μέσα από έναν δύσκολο αγώνα ζωής κατόρθωσε να κάνει μια εξαίρετη ακαδημαϊκή καριέρα και να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την θεωρητική μελέτη των κοινωνιών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2005 μέχρι και σήμερα δημοσιεύτηκε η δεύτερη, αναθεωρημένη και επαυξημένη αγγλική έκδοση του βιβλίου, ενώ ταυτόχρονα έγινε ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη της ελληνικής μετάφρασής του. Δύο είναι κυρίως οι λόγοι για αυτό. Κατά πρώτον, σε αμιγώς επιστημονικό-αρχαιολογικό επίπεδο, αυξάνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές μεταφράσεις αγγλόφωνων κυρίως βιβλίων αρχαιολογικής θεωρίας, οι οποίες, ωστόσο, απευθύνονται συχνά σε αναγνώστες με ήδη προϋπάρχουσες γνώσεις. Αντιθέτως, αισθητή ήταν η έλλειψη ενός συγγράμματος που να έχει τον χαρακτήρα μιας συστηματικής και εύληπτης εισαγωγής. Ενός γλαφυρού, δηλαδή, εγχειριδίου που θα εισάγει τον μη ειδικό αναγνώστη όχι μόνο στα συχνά δύσβατα θεωρητικά μονοπάτια, αλλά και στο γενικότερα πνεύμα της ενασχόλησης με την θεωρία.
Κατά δεύτερον, σε ένα ευρύτερο επίπεδο, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και ιδίως την περίοδο της κρίσης, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι αναδείχθηκε σε οξύτατο βαθμό το έλλειμμα μιας σοβαρής θεωρητικής κατάρτισης όσον αφορά την επιστημονική μελέτη των κοινωνιών. Άτοποι και βαρύγδουποι ιστορικοί παραλληλισμοί, αυτονόητη γεγονοτολογική και προσωποκεντρική έμφαση, στερεότυπες και προβληματικές διαπολιτισμικές συγκρίσεις, οι οποίες παραπέμπουν στην κοινωνική θεωρία του 19ου αιώνα, καθώς και μονοδιάστατα (και συγκρουσιακά) θετικιστικές και εμπειριστικές προσεγγίσεις της έννοιας της «πραγματικότητας» ήταν ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά μοτίβα που κατέκλυσαν (και ενίοτε δηλητηρίασαν) τον δημόσιο λόγο και διάλογο. Και όλα αυτά χωρίς συνήθως να υποψιαζόμαστε ότι η ενασχόληση με την κοινωνία δεν είναι μόνο μια «εμπειροτεχνική» διαδικασία, αλλά και μια εξειδικευμένη επιστημονική δραστηριότητα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ευρύτερης θεωρίας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών συνιστά πλέον η αρχαιολογική θεωρία, δηλαδή οι διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τα υλικά τους κατάλοιπα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι, κατά την γνώμη μου, μια πραγματική αποκάλυψη για τον αναγνώστη. Ο εξαιρετικά ταπεινόφρων και φαινομενικά εξειδικευμένος τίτλος του δεν προϊδεάζει για τον πλούτο και τη σημασία του περιεχομένου του. Αφενός, με αφορμή την αρχαιολογική θεωρία το βιβλίο μυεί τον αναγνώστη σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα βασικών κοινωνιολογικών και επιστημολογικών εννοιών (π.χ. θετικισμό, εξελικτισμό, μαρξισμό, δαρβινισμό, μεταμοντερνισμό, κλπ.). Αφετέρου, οι σύνθετες αυτές θεωρητικές έννοιες καθίστανται προσιτές στον καθένα μέσω της σπάνιας γλαφυρότητας της αφήγησης και του ιδιαίτερου χαρίσματος του συγγραφέα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και από αυτή την θέση τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και τον καθηγητή κ. Άγγελο Χανιώτη για το ότι αποδέχτηκαν την πρότασή μου να εντάξουν το παρόν βιβλίο στην εκδοτική σειρά «Νέες προσεγγίσεις στον αρχαίο κόσμο» και για το ότι μου εμπιστεύτηκαν την μεταφραστική εργασία. Τις θερμότερες ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στον ίδιο τον συγγραφέα Matthew Johnson, καθηγητή πλέον στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν των ΗΠΑ, για την άριστη συνεργασία και την πολύτιμη βοήθεια και συμβολή του κατά την διαδικασία της έκδοσης. Η ευθύνη για τις –σίγουρα υπαρκτές– αβλεψίες και μεταφραστικές αστοχίες ανήκει φυσικά εξ ολοκλήρου στον γράφοντα. Σε εποχές, άλλωστε, διαδικτύου η αντιπαραβολή μιας μετάφρασης με το πρωτότυπό της είναι τόσο εύκολη, ώστε «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»…
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «είμαστε όλοι θεωρητικοί», είτε το θέλουμε είτε όχι. Το βιβλίο αυτό ανοίγει τον δρόμο για να γίνουμε καλοί και καταρτισμένοι θεωρητικοί, συνειδητοποιώντας την σημασία της θεωρίας, τον διαρκή διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και τη θεμελιώδη αξία του θεωρητικού πλουραλισμού και της κριτικής σκέψης. Η θεωρία της αρχαιολογίας είναι η θεωρία της κοινωνίας. Και, όπως ενδεχομένως καταδεικνύει το παρόν βιβλίο, η σοβαρή ενασχόληση με την θεωρητική μελέτη των κοινωνιών είναι, εκτός των άλλων, και μία από τις τελευταίες ελπίδες που μας έχουν απομείνει για να κατανοήσουμε κάποια στιγμή τι μας συμβαίνει σε αυτή την χώρα.
Το πρώτο εξ αποστάσεως ΜΑ στις Ελληνικές Σπουδές
Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη για τις πανεπιστημιακές σπουδές στο πεδίο του ελληνικού πολιτισμού είναι η έναρξη, από το φθινόπωρο του 2018, του πρώτου εξ αποστάσεως Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Ελληνικές Σπουδές. Το πρόγραμμα θα προσφέρεται από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, θα έχει ελάχιστη διάρκεια 18 μηνών και θα δίνει στους φοιτητές την δυνατότητα ειδίκευσης σε τρεις κατευθύνσεις: Ιστορία, Αρχαιολογία και Τέχνη, Εκπαίδευση και Πολιτιστική Διαχείριση. Πρόκειται για μια καινοτόμο εκπαιδευτική πρωτοβουλία, με βασικό όραμα να προσφέρει την προοπτική μεταπτυχιακών σπουδών στον ελληνικό πολιτισμό σε κάθε κάτοχο πτυχίου αναγνωρισμένου πανεπιστημίου. Προς το σκοπό αυτό, το ΜΑ στις Ελληνικές Σπουδές του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου επιχειρεί να συνδυάσει με πρωτοποριακό τρόπο το γενικό με το ειδικό, εισάγοντας για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο το πρότυπο των θεματικών πολιτισμικών σπουδών του εξωτερικού (π.χ. των Αμερικανικών, Μεσανατολικών ή Αφρικανικών Σπουδών). Το πρόγραμμα είναι, δηλαδή, έτσι σχεδιασμένο, ώστε αφενός μεν να προσφέρει μια συστηματική κατάρτιση σε ορισμένα θεμελιώδη μεθοδολογικά ζητήματα της μελέτης του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα και αφετέρου να καθιστά εφικτή την ειδίκευση των φοιτητών στο επιμέρους αντικείμενο της προτίμησής τους. Η ειδίκευση αυτή επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: πρώτον, με τον κατάλληλο συνδυασμό επιλεγομένων μαθημάτων και, δεύτερον, με την μεταπτυχιακή διατριβή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η φοίτηση ξεκινά με τρία υποχρεωτικά μαθήματα που εστιάζουν σε μεθοδολογικά ζητήματα των τριών κατευθύνσεων του προγράμματος. Ακολούθως, από το δεύτερο εξάμηνο, κάθε φοιτητής επιλέγει την κατεύθυνση που επιθυμεί να ακολουθήσει, εντός της οποίας θα κληθεί να φοιτήσει σε τέσσερα από τα έξι εκάστοτε προσφερόμενα μαθήματα. Μεταξύ των μαθημάτων κάθε κατεύθυνσης υπάρχει και ένα που έχει τίτλο «Ειδικά θέματα Ελληνικών Σπουδών». Εδώ έχουμε άλλη μια καινοτομία του προγράμματος, καθώς πρόκειται για μαθήματα «ανοιχτού περιεχομένου». Με άλλα λόγια, το ακριβές περιεχόμενο κάθε μαθήματος «Ειδικών θεμάτων» θα καθορίζεται κάθε φορά με ευέλικτο τρόπο, με βάση τόσο τις προτιμήσεις που θα εκφράζουν οι ίδιοι οι φοιτητές όσο και μείζονα, τρέχοντα ζητήματα της επιστημονικής επικαιρότητας.
Το ΜΑ στις Ελληνικές Σπουδές του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου επενδύει σε όλες τις δυνατότητες της σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, με την ποιότητα και το υψηλό επίπεδο που διακρίνει την μορφή αυτή των πανεπιστημιακών σπουδών τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο. Το πρόγραμμα δίνει, συνεπώς, την δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο να φοιτήσει εξ ολοκλήρου με ψηφιακό τρόπο από όπου κι αν βρίσκεται (Ελλάδα, Κύπρο ή εξωτερικό), χωρίς να απαιτείται η φυσική του παρουσία και τα συνακόλουθα έξοδα μετακίνησής του. Θα υπάρχουν, εντούτοις, και πολλές δια ζώσης εκδηλώσεις (π.χ. εκδρομές, ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους, κλπ.), στις οποίες οι φοιτητές θα μπορούν να συμμετέχουν προαιρετικά και να συναντώνται με τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού. Το ακαδημαϊκό προσωπικό του προγράμματος αποτελείται από αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, ιστορικούς της τέχνης, ιστορικούς, φιλολόγους, μουσειολόγους και σχεδιαστές εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Πρόκειται για μια δυνατή ομάδα επιστημόνων της νεώτερης γενιάς, η οποία διαθέτει ήδη μεγάλη εμπειρία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση ενηλίκων και στις ιδιαιτερότητές της. Η ομάδα των διδασκόντων έχει διεθνή χαρακτήρα, καθώς σε αυτήν ανήκουν όχι μόνο Ελλαδίτες και Κύπριοι πανεπιστημιακοί (όπως π.χ. ο Γιώργος Παπαϊωάννου και ο Πάνος Χριστοδούλου), αλλά και ξένοι διακεκριμένοι επιστήμονες, απταίστως ελληνομαθείς (όπως π.χ. ο Vlada Stankovic). Στους διδάσκοντες της κατεύθυνσης Αρχαιολογίας και Τέχνης ανήκει και ο γράφων, και θα ήθελα και από αυτή την θέση να εκφράσω τις πιο θερμές μου ευχαριστίες στους Πάνο Χριστοδούλου και Γιώργο Παπαϊωάννου για την εμπιστοσύνη τους και την δυνατότητα που μου έδωσαν να γίνω ουσιαστικό κομμάτι αυτής της φιλόδοξης προσπάθειας. Η ερευνητική δραστηριότητα των μελών του διδακτικού προσωπικού του προγράμματος άπτεται ενός πλήθους ζητημάτων σχετικών με τις ελληνικές σπουδές και γενικότερα με τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν αποτέλεσμα, σκοπός του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ελληνικές Σπουδές είναι οι απόφοιτοί του όχι μόνο να έχουν αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις σχετικές με την ειδίκευση που έχουν επιλέξει, αλλά και να έχουν ανακαλύψει τις ευρύτερες πνευματικές προκλήσεις που δημιουργεί η ενασχόληση με τον ελληνικό πολιτισμό.
Για κάθε επιπλέον πληροφορία σχετικά με το πρόγραμμα, τα δίδακτρα του οποίου διαμορφώνονται στα 6110 ευρώ (5470 ευρώ για όσους εγγραφούν πριν τις 31 Ιουλίου 2018), κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθύνεται ανά πάσα στιγμή στο αρμόδιο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου (μέσω της ιστοσελίδας του προγράμματος). Η δική μου προτροπή προς όσες και όσους θα ενδιαφέρονταν να φοιτήσουν στο πρόγραμμα είναι να δουν το θέμα των διδάκτρων σε συνάρτηση με το τι προσφέρει σε αντιστάθμισμα η ποιοτική και τεχνολογικά προηγμένη εξ αποστάσεως πανεπιστημιακή εκπαίδευση: εξοικονόμηση χρόνου, χρημάτων και ενέργειας που υπό άλλες συνθήκες θα διοχετεύονταν στις γεωγραφικές μετακινήσεις, μη εμπλοκή σε ενίοτε αμφιλεγόμενες, εξεταστικές διαδικασίες εισδοχής σε συμβατικά μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, καθώς και ένα υπερσύγχρονο, ψηφιακό ακαδημαϊκό περιβάλλον, απελευθερωμένο εξαρχής από όλες εκείνες τις εν Ελλάδι ιδιαιτερότητες, έναντι των οποίων η ψηφιακή εξ αποστάσεως εκπαίδευση συνιστά αυτή την στιγμή, καθώς φαίνεται, την μοναδική ουσιαστική εναλλακτική πρόταση.
Για μια πλήρη περιγραφή του Προγράμματος με όλες τις λεπτομέρειες για τις κατευθύνσεις, την αξιολόγηση και τη διαδικασία εγγραφών βλ. το παρακάτω αρχείο:
«Η Αυγή στην αυγή του πολιτισμού» (19/01/2018, βίντεο εκδήλωσης)
Την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018 πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης ημερίδα με τίτλο «Η Αυγή στην αυγή του πολιτισμού». Σκοπός της ημερίδας ήταν η παρουσίαση της ανάπλασης του προσώπου της «Αυγής», μιας 18χρονης γυναίκας που έζησε στην ύστερη Μεσολιθική περίοδο, περί το 7000 π.Χ., και της οποίας η ταφή βρέθηκε στο σπήλαιο της Θεόπετρας, κοντά στην Καλαμπάκα. Εμπνευστής του εγχειρήματος ήταν ο Μανώλης Παπαγρηγοράκης, καθηγητής της Ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος πραγματοποίησε την ανάπλαση σε συνεργασία με ομάδα επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων. Πρόκειται για το δεύτερο τέτοιο εγχείρημα που αναλαμβάνει ο Μ. Παπαγρηγοράκης, μετά από την ανασύνθεση του προσώπου της Μύρτιδος, του εντεκάχρονου κοριτσιού από την Αθήνα που πέθανε στον λοιμό του 5ου αιώνα π.Χ.
Για όσους προερχόμαστε από τον χώρο της προϊστορικής αρχαιολογίας, η ανάπλαση της Αυγής είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα ακόμη και από αυτήν της Μύρτιδος. Η Μύρτις έζησε σε μια περίοδο των ιστορικών χρόνων της αρχαιότητας, για την οποία υπάρχει και πλήθος άλλων εικονιστικών μαρτυριών. Αντιθέτως η Αυγή έζησε σε μια –με τα ως τώρα δεδομένα– ανεικονική περίοδο της προϊστορίας και, ως εκ τούτου, το αναπλασμένο πρόσωπό της συνιστά την πρώτη, ιδιαίτερη εικονιστική μαρτυρία της Μεσολιθικής Ελλάδας. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό αρχαιολογικό εύρημα που, όπως και κάθε άλλο, ανασυντίθεται στο δικό μας παρόν και δημιουργεί τις δικές του προοπτικές και τους δικούς του ενδιαφέροντες θεωρητικούς προβληματισμούς. Ο γράφων συμμετείχε στην ημερίδα αναπτύσσοντας το θέμα: «Τι γλώσσα μιλούσε η Αυγή; Σκέψεις για τη γλωσσική πραγματικότητα της ύστερης Μεσολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο». Θα ήθελα και από αυτή την θέση να ευχαριστήσω θερμά τον Μ. Παπαγρηγοράκη για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην ιδιαίτερα επιτυχή αυτή εκδήλωση. Ακολουθεί το βίντεο του μεγαλύτερου μέρους της εκδήλωσης, με την ομιλία του γράφοντος στο 54:24–1:10:15 και την αποκάλυψη της «Αυγής» να αρχίζει στο 1:19:40.
Το παραδοσιακό παράδειγμα (paradigm) του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος και η «έλευση των Ελλήνων» (Αιγαιακή Διάλεξη, 17/04/2015)
Tην Παρασκευή 17 Απριλίου 2015 πραγματοποιήθηκε στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο πλαίσιο των Αιγαιακών Διαλέξεων ομιλία του γράφοντος με θέμα: «Το παραδοσιακό παράδειγμα (paradigm) του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος και η «έλευση των Ελλήνων«». Θα ήθελα και από την θέση αυτή να ευχαριστήσω θερμά τόσο τον Αιγέα – Εταιρεία Αιγαιακής Προϊστορίας όσο και το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών για την τιμητική πρόσκληση να παρουσιάσω μέσω της διάλεξης αυτής πτυχές της έρευνάς μου για την προέλευση του ελληνικού πολιτισμού και για την γλωσσική προϊστορία του Αιγαίου. Όπως και κάθε άλλη Αιγαιακή Διάλεξη, έτσι και η εκδήλωση αυτή υπήρξε μια εξαιρετική αφορμή συνάντησης με πολλούς συναδέλφους και φίλους από τον χώρο της αρχαιολογίας. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω όλους θερμά τόσο για την παρουσία τους στην εκδήλωση όσο και για την πολύ ωραία και γόνιμη συζήτηση που ακολούθησε την διάλεξη. Στην συζήτηση αυτή παρεμβαίνει, μεταξύ άλλων, και ο αείμνηστος φίλος Βαγγέλης Πανταζής.
Το ερώτημα για την «έλευση των Ελλήνων», δηλαδή για την προέλευση της ελληνικής γλώσσας και την σύνδεσή της με την μετέπειτα μητροπολιτική Ελλάδα, υπήρξε από νωρίς ένα σημαντικό επιμέρους σκέλος του ευρύτερου ινδοευρωπαϊκού προβλήματος. Στο πλαίσιο της αναζήτησης αυτής, η κατανόηση αρκετών γλωσσικών και πολιτισμικών παραμέτρων της προϊστορίας του Αιγαίου προσδέθηκε στο επί μακρόν κυρίαρχο επιστημολογικό πρότυπο ή παράδειγμα (paradigm) του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος. Ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του τελευταίου, μια ιδιαίτερα «συμπιεστική» οπτική για το χρονικό βάθος των γλωσσών συνδυάστηκε σχεδόν ανύποπτα με μια ανάλογη αντίληψη για το παρελθόν των Ελλήνων της 1ης χιλιετίας π.Χ. Μια αντίληψη που ανάγεται στην ακόμη ισχυρή επίδραση μιας συγκεκριμένης και αναλόγως συμπιεστικής χρονολογικής «τακτοποίησης» των ηρωικών γενεαλογιών και των υπόλοιπων αρχαίων μυθολογικών παραδόσεων. Σκοπός της διάλεξης είναι να διερευνήσει το πώς η αμφισβήτηση του παραδοσιακού επιστημολογικού παραδείγματος του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος μπορεί να οδηγήσει σε μια αναθεώρηση του είδους των ερωτημάτων που είναι δυνατόν να τεθούν για ορισμένες σημαντικές πτυχές της αιγαιακής προϊστορίας.
Πάσχα με Παναγία Αθηνιώτισσα (;)
Σε μια ανοιξιάτικη απογευματινή βόλτα στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κάποια από τις Παρασκευές πριν το Πάσχα, ίσως φθάσουν στο αυτί οι ψαλμοί των Χαιρετισμών από τον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, δίπλα στον λόφο του Φιλοπάππου και στην Πνύκα. Ταυτόχρονα, η υπέροχη θέα προς τον βράχο της Ακρόπολης θα μπορούσε ίσως να φέρει στο μυαλό μια «αιρετική» σκέψη για την εποχή μας: πώς θα ήταν άραγε η ίδια θέα το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, αν επάνω στον βράχο λάμβανε χώρα η ακολουθία και περιφορά του επιταφίου; Πώς θα ήταν η εικόνα της Ακρόπολης και των μνημείων της με εκατοντάδες ανθρώπους να κρατούν μέσα στην νύχτα τις αναμμένες λαμπάδες τους και να συμμετέχουν στην τελετή; Μια πρώτη απάντηση μπορεί να έρθει μέσα από μια παραπλήσια εικόνα στην γειτονική Ιταλία. Στην Ρώμη την Μεγάλη Παρασκευή ένα σημαντικό κομμάτι του αρχαίου ιστορικού κέντρου, ο Παλατίνος, η ευρύτερη περιοχή του Φόρουμ και το Κολοσσαίο, μετατρέπονται στο σκηνικό της Via Crucis, της καθολικής λειτουργίας του επιταφίου, χοροστατούντος του ίδιου του Πάπα. Είναι αλήθεια πως η τελετή αυτή, όπως και άλλες ανάλογες παπικές εκδηλώσεις, χαρακτηρίζεται από μια έντονα «συναυλιακή» αισθητική, η οποία δεν αποτελεί οπωσδήποτε παράδειγμα προς μίμηση. Αυτή καθαυτή, ωστόσο, η ενσωμάτωση των αρχαίων μνημείων σε μια σύγχρονη θρησκευτική τελετή δημιουργεί μια διόλου ευκαταφρόνητη αίσθηση «αναζωογόνησής» τους.
Στην περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών, βέβαια, ακόμα και η πρόταση να γίνει κάτι ανάλογο δεν είναι εύκολο πράγμα. Αντιθέτως, πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις, όπου αναδεικνύεται ξεκάθαρα ότι –για να παραφράσουμε μια γνωστή φράση– «ακόμη κι ένα γραμμάριο δράσης προϋποθέτει έναν τόνο θεωρίας». Καθίσταται, επίσης, σαφής για άλλη μια φορά ο κρίσιμος ρόλος των θεωρητικών ή ανθρωπιστικών επιστημών, αφού αυτές είναι που καλούνται σε τέτοιες περιστάσεις να αναλύσουν πολύ ευαίσθητα ζητήματα ταυτότητας. Το πόσο ευαίσθητα είναι αυτά προκύπτει αβίαστα και μόνο στην σκέψη των αντιδράσεων, θετικών και αρνητικών, απέναντι στην προοπτική μιας ορθόδοξης Via Crucis στην Ακρόπολη. Η προοπτική αυτή, συνεπώς, θα έπρεπε να τύχει μιας ιδιαίτερα ενδελεχούς θεωρητικής ανάλυσης, το πρώτο βήμα της οποίας είναι πάντα η σαφής διευκρίνιση της θεωρητικής τοποθέτησης του κάθε εμπλεκομένου σε αυτήν. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα του γράφοντος δεν πηγάζει από κάποια ιδιαίτερη θρησκευτική θέρμη, αλλά από δύο άλλες θεωρητικές αφετηρίες: η πρώτη είναι η διάσταση του πολιτισμικού τουρισμού και η δεύτερη είναι η κριτική ματιά απέναντι στον νεοελληνικό κλασικισμό. Ως προς το πρώτο σημείο, η ενσωμάτωση της Ακρόπολης και του Παρθενώνα σε ένα σύγχρονο θρησκευτικό δρώμενο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα ετήσιο σημείο αναφοράς για τουρίστες από όλο τον κόσμο, χριστιανούς και μη. Για να γίνει αυτό, βέβαια, θα έπρεπε η σχετική τελετή να διακρίνεται και από μια ενδεδειγμένη αισθητική και εδώ ήδη προκύπτουν βάσιμες επιφυλάξεις για τις ρεαλιστικές προοπτικές υλοποίησης μιας τέτοιας πρότασης (βλ. πιο κάτω).
Η δεύτερη θεωρητική αφετηρία συνδέεται με μια ευρύτερη και πολυσύνθετη συζήτηση. Ήδη την περίοδο που εγκαινιάστηκε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είχαμε προσθέσει την φωνή μας στις κριτικές για τον μονοδιάστατα κλασικιστικό χαρακτήρα του. Το νέο μουσείο ήταν και είναι ουσιαστικά ένα μουσείο της αρχαίας, κλασικής Ακρόπολης, το οποίο δεν έθεσε ποτέ ως στόχο την παρουσίαση της ιστορίας και αρχαιολογίας του «ιερού βράχου» μέσα από μια πιο διαχρονική και αναστοχαστική ματιά. Σαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, δεν γίνεται επαρκώς αντιληπτό ότι ο χώρος της Ακρόπολης ήταν ιερός ήδη πολύ πριν την Κλασική Εποχή και παρέμεινε ιερός και πολύ μετά από αυτήν. Σε αυτόν στεγάστηκαν διαδοχικά η κρητομυκηναϊκή θρησκεία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (πιθανότατα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Ακρόπολης), η ελληνική θρησκεία των ιστορικών χρόνων της αρχαιότητας, η χριστιανική θρησκεία (από τα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ.) και ακολούθως ο ανατολικός χριστιανισμός, ο δυτικός χριστιανισμός (κατά την Φραγκοκρατία) και το ισλάμ (κατά την Τουρκοκρατία). Από τον 5ο αιώνα π.Χ. και εξής κεντρικό λατρευτικό ρόλο παίζει ο Παρθενώνας, ο οποίος μετατρέπεται διαδοχικά σε Παναγία Αθηνιώτισσα, Santa Maria di Atene και μουσουλμανικό τέμενος, ιδιότητα υπό την οποία και καταστράφηκε το 1687. Μετά την απελευθέρωση και την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα παύει πλέον η ως τότε θρησκευτική χρήση του χώρου. Η Ακρόπολη διαμορφώνεται τώρα ως αρχαιολογικός χώρος, αποκαθαίρεται από τα μη κλασικά της κατάλοιπα και γίνεται σύμβολο του δυτικού, κλασικιστικού προσανατολισμού της χώρας.
Η αλλαγή αυτή των συνθηκών δεν συνεπάγεται, ωστόσο, ότι έλαβε τέλος και η ευρύτερα θρησκευτική πρόσληψη του χώρου. Όπως ορθά τονίζει ο Γ. Χαμηλάκης στο βιβλίο του Το έθνος και τα ερείπιά του, στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους η αρχαιότητα έχει προ πολλού προσλάβει τον χαρακτήρα ενός είδους εθνικής «κοσμικής θρησκείας», με τις αρχαιότητες γενικότερα, αλλά και τόπους όπως η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας ειδικότερα να αντιμετωπίζονται με έναν έκδηλα θρησκευτικό τρόπο. Οι έννοιες π.χ. του «ιερού» και του «προσκυνήματος» είναι τόσο συνυφασμένες με συγκεκριμένες αρχαιότητες όσο και οι λέξεις-κλειδιά που θα ακούγονταν από αρκετούς συμπολίτες μας στο άκουσμα και μόνον της πρότασης να γίνεται κάθε χρόνο στην Ακρόπολη ακολουθία της Μ. Παρασκευής: «βεβήλωση», «ιεροσυλία», «προσβολή του χώρου», «ντροπή», κ.ά. Λέξεις που παραπέμπουν ξεκάθαρα σε μια θρησκευτική αντίληψη της αρχαιότητας και των αρχαιολογικών χώρων. Αν, όμως, η Ακρόπολη παραμένει ναός, ένας ιδιότυπος ναός του κλασικισμού, τότε γιατί δεν θα μπορούσε μια-δυο μέρες ίσως τον χρόνο να παραχωρείται προς χρήση και σε άλλες θρησκείες που έχουν συνδεθεί αποδεδειγμένα και στενά με την ιστορική της διαδρομή;
Η χρήση του πληθυντικού («θρησκείες») παραπέμπει στο ότι, αν η Ακρόπολη παραχωρούνταν π.χ. ένα απόγευμα τον χρόνο στην ορθόδοξη εκκλησία, τότε ενδεχομένως το ίδιο θα διεκδικούσαν και άλλες θρησκευτικές ομάδες. Για παράδειγμα, αρκετοί οξύθυμοι συμπολίτες μας που συμμετέχουν σε δρώμενα αναβίωσης της αρχαιοελληνικής θρησκείας θα διεκδικούσαν με πολύ πιο έντονο ίσως τρόπο την δυνατότητα χρήσης του χώρου για κάποιες δικές τους τελετές. Και είναι αλήθεια ότι μια τυχόν προνομιακή μεταχείριση της ελλαδικής εκκλησίας στο θέμα αυτό, ακόμη και νομότυπη, δεν θα εξαγρίωνε μόνο τους συμπολίτες μας εκείνους που θεωρούν ότι ζουν στην Ύστερη Αρχαιότητα (την περίοδο της ποικιλόμορφης συμβίωσης του πρώιμου χριστιανισμού με τον ύστερο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό), αλλά θα ερχόταν σε αντίθεση και με ένα πιο σύγχρονο αισθητήριο περί ισοτιμίας. Τι θα συνέβαινε, περαιτέρω, αν το ίδιο δικαίωμα διεκδικούσαν και οι εν Ελλάδι μουσουλμάνοι ή κάποιοι εξ αυτών; Ο Παρθενώνας λειτούργησε για αρκετούς αιώνες ως τζαμί, ήταν μάλιστα «το ομορφότερο τζαμί του κόσμου» σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο σύγχρονος κλασικισμός θα μπορούσε θεωρητικά να καταλήξει σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις. Από την μια μεριά θα μπορούσε να απορρίψει μετά βδελυγμίας την προοπτική αυτή, θεωρώντας την βάναυση προσβολή του δυτικού κόσμου (και της κλασικιστικής του αναγωγής). Από την άλλη μεριά θα μπορούσε να προσεγγίσει το ζήτημα υπό το πρίσμα της «ανυπέρβλητης ανωτερότητας» και «του μεγαλείου» του κλασικού πολιτισμού, από την λάμψη του οποίου επιζητούν να φωτιστούν όλες οι μεταγενέστερες θρησκευτικές-πολιτισμικές εκφάνσεις. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη αμφιβολία ότι στην εποχή μας θα κυριαρχούσε η πρώτη προσέγγιση, καταδεικνύοντας εύγλωττα τον ρόλο του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου όσον αφορά τις σχετικές απόψεις και επιλογές.
Μια ανάλογη θεωρητική διχοτομία θα μπορούσε να προκύψει και στους κόλπους των εκφραστών του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Από την μια μεριά η Ακρόπολη αποτελεί το αναμφισβήτητο σύμβολο του προσανατολισμού αυτού, καθώς δεν παραπέμπει μόνο ή τόσο στην ίδια την κλασική αρχαιότητα όσο στην δυτική της πρόσληψη. Συνεπώς, λειτουργεί ως αντιπρόσωπος ουσιαστικά της ίδιας της Δύσης στο νεοελληνικό κράτος, το οποίο συγκλίνοντας με την κλασική αρχαιότητα θεωρεί πως συγκλίνει αυτόματα και με την Δύση. Από την άλλη μεριά, από ορισμένους εκφραστές της ίδιας τάσης τονίζεται συχνά ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας του νεοελληνικού αταβισμού, δηλαδή της στείρας προγονολατρικής προσκόλλησης στο μακρινό κλασικό παρελθόν. Μιας προσκόλλησης, που καταλήγει στο να μην δίνεται η δέουσα έμφαση στις πιο πρόσφατες πολιτισμικές καταβολές, οι οποίες σχετίζονται πολύ περισσότερο με τα φαινόμενα του παρόντος και δυσχεραίνουν την ουσιαστική σύγκλιση με την Δύση. Υπό αυτό το πρίσμα, επομένως, η «διατάραξη» του κλασικιστικού προτύπου στην ίδια την καρδιά του, την Ακρόπολη των Αθηνών, θα μπορούσε, έστω και έμμεσα, να διασαλεύσει κάποια στοιχεία του αταβισμού αυτού και να εμπλουτίσει την συλλογική συνείδηση με μια πιο διαχρονική διάσταση για την πολιτισμική ταυτότητα.
Τα ζητήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Αναφέραμε και πιο πάνω ότι μια ενδεχόμενη ορθόδοξη Via Crucis επάνω στην Ακρόπολη θα προϋπέθετε και μια συγκεκριμένη αισθητική. Κάναμε ήδη αναφορά στις αμφιβόλου αισθητικής πινελιές της παπικής εκκλησίας σε πολλές ανάλογες εκδηλώσεις. Αντίστοιχες, σοβαρές αμφιβολίες εγείρονται και σε σχέση με την ελλαδική εκκλησία, η οποία ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, στην οποία ανήκει, μοιράζεται ενίοτε με αυτήν αρκετές εκφάνσεις προβληματικής αισθητικής. Οι ασύδοτα εκκωφαντικές κωδωνοκρουσίες στον πυκνοκατοικημένο αστικό χώρο, η αντίληψη νυχτερινού κέντρου όσον αφορά τα ντεσιμπέλ εντός και εκτός των εκκλησιών, οι περιπτώσεις τοποθέτησης μικροφωνικών εγκαταστάσεων ακόμα και σε ναούς-μνημεία σχετικά μικρού μεγέθους, όπως η Παναγία Γοργοεπήκοος, ή οι κιτς φωτεινοί σταυροί συνιστούν δείγματα μιας αισθητικής κουλτούρας που δύσκολα θα επιθυμούσε κανείς να την δει να ξετυλίγεται επάνω στην Ακρόπολη. Το ίδιο ισχύει και για την πιθανότητα η εκκλησιαστική ακολουθία να συνοδευτεί από κηρύγματα γνωστής θεολογικής κενότητας και συνακόλουθης εθνικοπατριωτικής έξαρσης ή ακόμη και κηρύγματα μίσους προς άλλες ομάδες ανθρώπων. Από την άλλη μεριά, τα περισσότερα από αυτά φαντάζουν ομολογουμένως απλά πταίσματα μπροστά στην αισθητική προσέγγιση των διαφόρων σύγχρονων δωδεκαθεϊστικών δρωμένων.
Υπό το πρίσμα αυτό, το κλασικιστικό μονοπώλιο επί των μνημείων της Ακρόπολης προσφέρει τουλάχιστον μια διευθέτηση των πραγμάτων που ίσως να μην είναι η καλύτερη δυνατή, αλλά πιθανώς να είναι η επί του παρόντος λιγότερο κακή. Από ιδεολογικής πλευράς, αποτρέπει έναν ακόμα γύρο οξείας μανιχαϊστικής αντιπαράθεσης μεταξύ φιλοχριστιανών και αντιχριστιανών, ευρωπαϊστών και αντιευρωπαϊστών, κλασικιστών και αντικλασικιστών και άλλων πολλών. Από αισθητικής πλευράς, στην άχρωμη κλασικιστική τους υπόσταση, τα μνημεία της Ακρόπολης είναι τουλάχιστον προστατευμένα από συγκεκριμένες πτυχές της νεοελληνικής αισθητικής. Πτυχές, ωστόσο, που, όσο κι αν για ορισμένους εξ ημών είναι ανυπόφορες και εκτός κλασικιστικής συνάφειας, η αντίθεση προς αυτές συνιστά ως έναν βαθμό κυκλικό συλλογισμό: πηγάζει, δηλαδή, μέσα από την ίδια την σύγχρονη κλασικιστική αντίληψη. Αν, παρόλα αυτά, στα παραπάνω προσθέσει κανείς και τις διάφορες πρακτικές δυσχέρειες εξαιτίας των διαρκών αναστηλωτικών εργασιών στα μνημεία της Ακρόπολης, είναι σαφές ότι οι σκέψεις που εκτέθηκαν εδώ μοιάζουν για την ώρα με απλό θεωρητικό γύμνασμα. Και η εικόνα μιας λιτής, κατανυκτικής ακολουθίας της Μ. Παρασκευής επάνω στην Ακρόπολη, υπό το φυσικό φως των λαμπάδων και το βάρος των αιώνων, θα συνιστά μάλλον για καιρό ακόμα όνειρο εαρινής νυκτός. Άλλωστε, είναι αλήθεια πως η ίδια η μακραίωνη ιστορία της Ακρόπολης διδάσκει ότι σε αυτήν υπήρχε κάθε φορά χώρος για μία μόνο θρησκεία…
Αρχαίο DNA και αρχαιολογική έρευνα
Την Παρασκευή 20 Μαΐου 2016 έλαβε χώρα στο Ηράκλειο της Κρήτης μια σημαντική επιστημονική ημερίδα. Ο τίτλος της ήταν «Ανάλυση αρχαίου DNA: Μια νέα ματιά στο παρελθόν» και διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ) του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Στόχος της ημερίδας δεν ήταν μόνο να αποτελέσει μια παραγωγική επιστημονική συνάντηση, αλλά και να συνοδεύσει μια σημαντική εκδήλωση: τα εγκαίνια της νέας μονάδας Αρχαίου DNA του Ινστιτούτου. Η δημιουργία της μονάδας αυτής αποτελεί ένα γεγονός μεγάλης σημασίας όχι μόνο για την επιστήμη της γενετικής, αλλά και γενικότερα για την έρευνα στην Ελλάδα. Και σίγουρα αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη και για την αρχαιολογία, την επιστήμη εκείνη που καλείται τόσο να συνεισφέρει το πρωτογενές υλικό για την μελέτη του αρχαίου γενετικού υλικού όσο και να αλληλεπιδράσει με την πληθυσμιακή γενετική επιστημονικά και επιστημολογικά. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε και η συμβολή του γράφοντος, η οποία αποπειράθηκε να εξετάσει τις επιστημολογικές (α)συμβατότητες μεταξύ των δύο επιστημών προς τον σκοπό της όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητικής συνεργασίας τους.
Για όσους επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τις εγκαταστάσεις του ΙΤΕ η εκδήλωση της 20ής Μαΐου ήταν, όμως, μια πολύτιμη εμπειρία και για άλλους λόγους. Ήταν, δηλαδή, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσει κανείς όχι μόνο την αρτιότητα των εγκαταστάσεων του ΙΤΕ και το ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, στο οποίο αυτές βρίσκονται, αλλά και την άριστη, διεθνών προδιαγραφών οργάνωση, καθώς και τον άψογο επαγγελματισμό των ερευνητών και διοργανωτών. Ο γράφων θα ήθελε και από αυτή την θέση να εκφράσει τις θερμές του ευχαριστίες στο ΙΤΕ και ιδίως στην ψυχή του εγχειρήματος της νέας μονάδας Αρχαίου DNA, τον Δημήτρη Καφετζόπουλο, για την πρόσκληση συμμετοχής στην ημερίδα και την εξαιρετική φιλοξενία. Χάρη στην παρουσία ενός ιδρύματος, όπως το ΙΤΕ, αλλά και ενός αρχαιολογικού μουσείου, το οποίο μετά την ανακαίνισή του ανήκει δίχως αμφιβολία στα πιο σημαντικά του κόσμου, εκθέτοντας εξαιρετικά τα αριστουργήματα του σημαντικότερου προϊστορικού πολιτισμού στον χώρο του Αιγαίου, η πόλη του Ηρακλείου αναδεικνύεται σε έναν ιδιαίτερα ελκυστικό επιστημονικό προορισμό. Το γεγονός πως μια περιοχή της Ελλάδας, η οποία διακρίνεται ακόμη για τα πολλά παραδοσιακά της στοιχεία, δεν μένει μόνο σε αυτά, αλλά επιδεικνύει σημαντικά επιτεύγματα σύγχρονου αστικού πολιτισμού είναι σίγουρα κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει και να παραδειγματίσει άλλες περιοχές και πόλεις της Ελλάδας (ας μην γίνουν πιο συγκεκριμένες αναφορές).
Τέλος, θα είναι ευχής έργον η πρωτοβουλία για την ίδρυση της πρώτης μονάδας μελέτης Αρχαίου DNA στην Ελλάδα να αγκαλιαστεί με τον δέοντα τρόπο και από τους αρχαιολόγους της χώρας μας. Η σημασία της γενετικής μελέτης των αρχαίων σκελετικών καταλοίπων είναι τεράστια και, ως εκ τούτου, πρέπει εκ μέρους των αρχαιολόγων να υπάρχει πάντα ανοιχτό πνεύμα υγιούς συνεργασίας με τους γενετιστές. Μέσα από την συνεργασία με άλλες επιστήμες, όπως η γενετική, μπορεί και πρέπει να καλλιεργηθεί μια ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του δημόσιου χαρακτήρα του αρχαιολογικού υλικού, μακριά από παραδοσιακές, ιδιοκτησιακού τύπου αντιλήψεις και νοοτροπίες, οι οποίες έχουν δυστυχώς ως τώρα διαμορφώσει και αυτές το δικό τους «DNA» στον αρχαιολογικό κλάδο στην χώρα μας.
Ανασκαφικός τουρισμός: συζήτηση ή σύγκρουση;
Κάθε καλοκαίρι διεξάγεται στην Ελλάδα ένα πλήθος αρχαιολογικών ανασκαφών. Το φετινό καλοκαίρι, ωστόσο, έμελλε να μην περιλαμβάνει μόνο ανασκαφές, αλλά και πολύ λόγο περί των ανασκαφών. Αιτία το πρόγραμμα «Γίνε αρχαιολόγος για μία μέρα», το οποίο επιχείρησαν να υλοποιήσουν το ξενοδοχειακό συγκρότημα Costa Navarino σε συνεργασία με τους υπευθύνους της ανασκαφής στην αρχαία Μεσσήνη. Στο πλαίσιο του τουριστικού αυτού πακέτου, τουρίστες θα είχαν την δυνατότητα της συμμετοχής έναντι πληρωμής (120 ευρώ την ημέρα) στις ανασκαφές για μια ημέρα ή μια εβδομάδα. Το εγχείρημα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ προκάλεσε έντονη δημόσια αντιπαράθεση, καθώς προσδέθηκε γρήγορα στο υφιστάμενο συγκρουσιακό πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης: από την μια μεριά μέσα και πρόσωπα φίλα προσκείμενα στην λεγόμενη μεταρρυθμιστική και (νεο)φιλελεύθερη πτέρυγα της ελληνικής πολιτικής (βλ. π.χ. τα τρία άρθρα της Μ. Κατσουνάκη στην εφημερίδα Καθημερινή [09/07–13/07–20/07/2014]) και από την άλλη οι σχετικές παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του κατά βάσιν επίσης αριστερών προσανατολισμών Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ). Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση ανέδειξε για άλλη μια φορά ένα σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα που δεν είναι άλλο από το ότι σε περιπτώσεις σαν και αυτή μοιάζει να ενδιαφέρει περισσότερο η σύγκρουση παρά η (όποια) συζήτηση. Η έμφαση στην σύγκρουση δεν είναι φυσικά παράλογη αν ληφθεί υπόψιν ο σημαντικός ρόλος του συγκεκριμένου φαινομένου στο πλαίσιο των παραδοσιακών, μη αστικών καταβολών της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, ο ανθρωπολογικός αναγωγισμός των ιδεολογικών «επιφαινομένων», η ροπή περισσότερο στην βεντέτα και λιγότερο στον «σασμό», μοιάζει να ενισχύεται από ένα χαρακτηριστικό κομμάτι σε ένα από τα άρθρα της Κατσουνάκη. Είναι το σημείο, όπου απορρίπτεται όχι μόνο το «όχι», αλλά και το «ναι μεν, αλλά» της άλλης άποψης, καθιστώντας σαφές ότι αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η συζήτηση, αλλά η απόλυτη υποταγή της αντίθετης γνώμης, πιθανώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση του εχθρού πάνω στο USS Missouri…Αντίστοιχα φαινόμενα αδιαλλαξίας απαντώνται, όμως, συχνά και στην άλλη πλευρά. Ως «άλλη πλευρά» δεν νοείται εδώ συλλήβδην κάθε άνθρωπος που εξέφρασε αμφιβολίες και αντιρρήσεις για πτυχές του ευρύτερου ζητήματος των ανοιχτών ανασκαφών (στην κατηγορία αυτή, άλλωστε, αυτή δηλαδή όσων εκφράζουν τέτοιες αμφιβολίες, ανήκει και ο γράφων, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια). Νοείται κυρίως η πλευρά εκείνη που δίνει την εντύπωση ότι είναι εντελώς κλειστή στην προοπτική να συζητήσει, όχι αναγκαστικά με τους ακραίους και επιθετικούς εκπροσώπους της άλλης άποψης (που είναι λογικό), αλλά ακόμη και με όσους θα ψέλλιζαν με διαλλακτική διάθεση κάποιο δικό τους «ναι μεν, αλλά» στα επιχειρήματά της.
Σαν αποτέλεσμα, η περίπτωση της αρχαίας Μεσσήνης, η οποία λόγω της εμπλοκής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας προσέφερε μια εξαιρετική αφορμή για σύγκρουση, απομονώθηκε από το ευρύτερο θέμα, στο οποίο εντάσσεται: το ζήτημα του ανασκαφικού τουρισμού ως μορφής εναλλακτικού τουρισμού. Είναι μάλλον βέβαιο ότι χωρίς την εμπλοκή του Costa Navarino το ζήτημα δεν θα είχε γίνει αντικείμενο θορυβώδους δημόσιας αντιπαράθεσης, όπως, άλλωστε, δεν έγινε η αναλυτική πρόταση των αρχαιολόγων Α. Τσαραβόπουλου και Γκ. Φράγκου για τον ανασκαφικό τουρισμό. Βασικό θέμα της συζήτησης αυτής, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε εμείς, είναι το αν πρέπει αν υπάρξει στην χώρα μας συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει και να ρυθμίζει την επί πληρωμή συμμετοχή τουριστών σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Διότι χωρίς προϋπάρχουσα, σχετική νομική ρύθμιση και νόμιμη αδειοδότηση, απλά και μόνο κάνοντας έφοδο με την σημαία των μεταρρυθμίσεων και του αφρικανικής κοπής ευρωπαϊσμού (αυτού με τα φετίχ), δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι συντρέχουν ακριβώς οι βέλτιστες συνθήκες για την υλοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Στην ουσία του το ζήτημα μπορεί να διακριθεί σε τέσσερα υποζητήματα: το θέμα του ερασιτεχνισμού (αν, δηλαδή, δεχόμαστε γενικά να συμμετέχουν αρχαιολογικά ανειδίκευτοι ιδιώτες-τουρίστες σε μια εξειδικευμένη επιστημονική δραστηριότητα, όπως η αρχαιολογική ανασκαφή), το θέμα του τρόπου συμμετοχής των ιδιωτών στις ανασκαφές (για πόσο χρόνο θα συμμετέχουν, τι εργασίες θα επιτραπεί να εκτελούν, κλπ.), το θέμα του αντιτίμου (αν, δηλαδή, δεχόμαστε οι τουρίστες να πληρώνουν για την συμμετοχή τους αυτή) και, τέλος, το θέμα του φορέα (το ποιος θα δικαιούται να είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής του αντιτίμου για την συμμετοχή).
Ως προς το πρώτο ζήτημα, το αν, δηλαδή, πρέπει να συμμετέχουν ανειδίκευτοι σε αρχαιολογικές ανασκαφές, μπορεί καταρχάς να αναφερθεί το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει ήδη, πολύ συχνά και σε διάφορες μορφές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Θεωρητικά δεν είναι, φυσικά, λάθος η παρατήρηση του ΣΕΑ ότι υπάρχουν «κίνδυνοι που συνεπάγεται η συμμετοχή ανθρώπων άσχετων με την αρχαιολογία στη διαδικασία της ανασκαφής, της αναστήλωσης ή της συντήρησης». Στην πράξη, όμως, έχει αποδειχθεί ότι είναι η ίδια η φύση της ανασκαφής, η οποία περιλαμβάνει και δραστηριότητες αμιγώς εργατοτεχνικού ή καθαρά επικουρικού χαρακτήρα, που καθιστά εφικτή την συμμετοχή σε αυτήν και ανειδίκευτου προσωπικού. Αυτό αναγνωρίζεται, άλλωστε, και επίσημα από το ελληνικό κράτος και το υπουργείο πολιτισμού, το οποίο προκηρύσσει συνεχώς θέσεις για εργατοτεχνικό προσωπικό ΥΕ και ΔΕ. Σαφώς πολλοί από τους εργάτες αυτούς, ιδίως κάποιοι από τους αρχιτεχνίτες που δουλεύουν μέσα στα σκάμματα, έχουν συγκεντρώσει με τον καιρό μεγάλη ανασκαφική εμπειρία. Τυπικά, ωστόσο, δεν διαθέτουν ούτε αυτοί εξειδίκευση ΠΕ στην αρχαιολογία. Διαθέτουν απλώς (πέραν της εμπειρίας) την νομική κάλυψη και το πλαίσιο που ρυθμίζει την απασχόλησή τους σε συγκεκριμένες ανασκαφικές εργασίες, δηλαδή σε επιμέρους πτυχές μιας κατά τα άλλα εξειδικευμένης επιστημονικής δραστηριότητας, όπως είναι η αρχαιολογική ανασκαφή και γενικότερα η αρχαιολογία.
Εκτός αυτού, σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ερασιτεχνισμού στην αρχαιολογία (πτυχές, του οποίου έχει θίξει και ο γράφων από άλλη θέση), συντρέχουν στην Ελλάδα συνθήκες που υπαγορεύουν μια κάποια μετριοπάθεια στην προσέγγισή του. Όπως, δηλαδή, έχει αναλύσει σε άρθρο της το 2009 η Κ. Φουσέκη, στην Ελλάδα είναι συχνά οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι που είναι επιφορτισμένοι, και μάλιστα δια νόμου, με το καθήκον του ερασιτεχνισμού. Στο πλαίσιο, δηλαδή, μιας παρωχημένης αντίληψης για το ευρύτερο και σύνθετο πεδίο της πολιτισμικής κληρονομιάς ανατίθεται στους αρχαιολόγους η ευθύνη για πτυχές πολιτισμικής διαχείρισης που ανήκουν (και) σε άλλες ειδικότητες. Ένα από τα παραδείγματα που αναφέρει η Φουσέκη αφορά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ένα όργανο που παρά το ότι καλείται να διευθετεί ζητήματα στο σημείο επαφής μεταξύ της αρχαιολογικής δραστηριότητας και της κοινωνίας αποτελείται κατά βάσιν από αρχαιολόγους, οι οποίοι καλούνται να κάνουν και την δουλειά κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων ή κοινωνικών ψυχολόγων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αφορά τις περιπτώσεις, όπου αρχαιολόγοι αναλαμβάνουν να κάνουν την δουλειά μουσειολόγων. Η διαμόρφωση π.χ. των εκθέσεων σε δύο από τα πιο σημαντικά νέα μουσεία της χώρας, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και το νέο Μουσείο Πατρών, ανατέθηκε σε δύο έμπειρους μεν αρχαιολόγους της παλαιότερης γενιάς, χωρίς όμως μουσειολογική κατάρτιση και εξειδίκευση. Αρχαιολόγοι χωρίς ανάλογη ειδίκευση υπηρετούν, επίσης, συχνά και ως τμηματάρχες μουσείων στο πλαίσιο των τοπικών εφορειών αρχαιοτήτων. Και αυτό την ίδια στιγμή που υπάρχουν αξιόλογοι νέοι Έλληνες μουσειολόγοι με εξειδικευμένες σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το γεγονός, φυσικά, ότι αρχαιολόγοι νομιμοποιούνται να λειτουργούν ενίοτε ως ερασιτέχνες κοινωνιολόγοι ή μουσειολόγοι δεν σημαίνει από μόνο του ότι πρέπει να γίνουν και όλοι οι υπόλοιποι ερασιτέχνες αρχαιολόγοι. Είναι, όμως, ένα γεγονός που μπορεί ίσως να αμβλύνει λίγο τον αντιπαραγωγικά απόλυτο χαρακτήρα που ενίοτε προσλαμβάνει η σχετική επιχειρηματολογία.
Περνώντας π.χ. στο δεύτερο σημείο, δηλαδή το θέμα του τρόπου συμμετοχής των ιδιωτών στις ανασκαφές, θα μπορούσε να οριοθετηθεί μέσα από σχετική συζήτηση το πεδίο δραστηριοποίησης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τώρα οι σχετικές παρεμβάσεις δεν εξειδικεύουν όσο θα έπρεπε το συγκεκριμένο σημαντικό σημείο, παρά το ότι υπάρχουν αρκετές και συγκεκριμένες πτυχές μιας ανασκαφής, στις οποίες μπορεί να απασχοληθεί το μη εξειδικευμένο προσωπικό. Σε αυτές ανήκουν π.χ. ο έλεγχος των αφαιρούμενων επιχώσεων για τυχόν ευρήματα που έχουν διαφύγει της προσοχής, το κοσκίνισμα του χώματος, το ξεχώρισμα –με κατάλληλες οδηγίες και επίβλεψη– των διαφορετικών κατηγοριών κεραμεικής (π.χ. κεραμίδες από όστρακα αγγείων), η βοήθεια κατά την πραγματοποίηση των ανασκαφικών μετρήσεων, η βοήθεια στο γράψιμο των ανασκαφικών πινακίδων-καρτελών, η βοήθεια στην φωτογράφηση της ανασκαφής (τοποθέτηση κλίμακας, του βέλους του βορρά, του πίνακα των ανασκαφικών στοιχείων), το πλύσιμο οστράκων αγγείων υπό την επίβλεψη συντηρητή, καθώς και η τακτοποίηση των ευρημάτων στις αποθήκες. Επίσης, όσοι από τους συμμετέχοντες τουρίστες μπορούν, είναι δυνατό να συνεισφέρουν στην δημιουργία σκαριφημάτων για το ανασκαφικό ημερολόγιο και να προσφέρουν πρακτική βοήθεια στις μετρήσεις που χρειάζονται οι αρχιτέκτονες και σχεδιαστές της ανασκαφής για την δημιουργία των ανασκαφικών σχεδίων. Με αυτό τον τρόπο οι συμμετέχοντες τουρίστες απασχολούνται σε ένα οριοθετημένο φάσμα πρακτικών επικουρικών δραστηριοτήτων της ανασκαφής, χωρίς να εμπλέκονται ούτε στις πιο εξειδικευμένες αρχαιολογικές παραμέτρους της, αλλά ούτε και να περιορίζονται αποκλειστικά στις όχι και τόσο ελκυστικές, αμιγώς χειρωνακτικές εργασίες.
Το γεγονός ότι οι ανωτέρω εργασίες είναι επικουρικές δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι προσφέρονται οπωσδήποτε και για εμπειρία της «μιας ημέρας». Σε μία μόνο ημέρα ούτε ο ίδιος ο τουρίστας θα αποκομίσει πολλά πράγματα από την συμμετοχή του στην ανασκαφή, αλλά ούτε και η ανασκαφή μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά αν το επιστημονικό της προσωπικό πρέπει κάθε πρωί να εξηγεί τα ίδια πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Αντιθέτως, αν η ίδια ομάδα τουριστών συμμετέχει στην ανασκαφή για μεγαλύτερο διάστημα, ας πούμε ενδεικτικά για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, τότε μπορεί ήδη από την δεύτερη-τρίτη μέρα να αρχίσει να εξοικειώνεται με την διαδικασία και την ροή της ανασκαφής. Δύο τουλάχιστον εβδομάδες συμμετοχής είναι κατά την γνώμη μας απαραίτητες για να αναπτυχθεί και ένας λίγο πιο ισχυρός δεσμός με την αρχαιολογική θέση και το φυσικό της περιβάλλον. Εκτός αυτού, ένας τουρίστας που θα ξέρει εκ των προτέρων ότι θα απασχοληθεί για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων στην ανασκαφή, είναι πιθανό ότι θα πηγαίνει σε αυτήν πιο συνειδητοποιημένος και με μεγαλύτερη σοβαρότητα ως προς τα κίνητρα και την διάθεση συνεργασίας με το επιστημονικό προσωπικό της ανασκαφής. Μια τέτοια προσέγγιση είναι συμβατή με την πρόταση των Τσαραβόπουλου-Φράγκου, όπου γίνεται λόγος για ανασκαφικές διακοπές διαρκείας τουλάχιστον ενός μηνός. Δεν εναρμονίζεται, αντιθέτως, με την οπτική της βραχυπρόθεσμης συμμετοχής των τουριστών (π.χ. για μία ή δύο ημέρες), στο πλαίσιο της οποίας δίνεται σαφώς η εντύπωση πως η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της εμπορευματοποίησης της ανασκαφής, άσχετα με το ποιος είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής του αντιτίμου συμμετοχής.
Γιατί, όμως, να δεχθούμε γενικά το να πληρώνουν ιδιώτες για να συμμετέχουν σε αρχαιολογικές ανασκαφές; Γιατί να μην συμμετέχουν σε αυτές εθελοντικά, χωρίς χρηματικό αντίτιμο, όπως γίνεται ήδη σε πολλές περιπτώσεις (χωρίς συνήθως να διατυπώνεται και η ένσταση περί ανειδίκευτων ή ερασιτεχνών); Κατά την άποψή μας, η προοπτική αποδοχής μιας τέτοιας άποψης συνδέεται με το κατά πόσο αποδεχόμαστε την ιδέα του ανασκαφικού τουρισμού ως μορφής εναλλακτικού τουρισμού. Χιλιάδες τουρίστες πληρώνουν κάθε χρόνο χρηματικό αντίτιμο για υπηρεσίες πολιτιστικού τουρισμού, π.χ. επισκέψεις και μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, στις οποίες, ειδικά στην Ελλάδα, λίγες φορές τους παρέχεται η δυνατότητα μιας πιο βιωματικής, συμμετοχικής και κονστρουκτιβιστικής εμπειρίας, όπως π.χ. υπαγορεύουν οι σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις στην μουσειολογία. Αν υποτεθεί, συνεπώς, ότι αφήνουμε κατά μέρος το ζήτημα του ερασιτεχνισμού (είτε με την μορφή της ένστασης για την συμμετοχή ανειδίκευτων ιδιωτών στις ανασκαφές είτε με αυτή της απόφανσης με αμιγώς αρχαιολογικά, και ως εκ τούτου εν μέρει ερασιτεχνικά κριτήρια για ένα ζήτημα ευρύτερης πολιτισμικής διαχείρισης, όπως είναι ο ρόλος της ανασκαφής), τότε η πρόταση των Τσαραβόπουλου-Φράγκου μπορεί να αποτελέσει μια καλή βάση συζήτησης για την ενσωμάτωση των ανασκαφών στην σφαίρα του εναλλακτικού τουρισμού. Η πρότασή τους για την δημιουργία ζωντανών αρχαιολογικών πάρκων, στην διαμόρφωση των οποίων θα μετέχουν ενεργά οι ίδιοι οι τουρίστες, η μετατροπή των τελευταίων από παθητικούς επισκέπτες σε δρώντα υποκείμενα, η ανάληψη εκ μέρους του επιστημονικού προσωπικού ενεργού διδακτικού ρόλου (με σεμινάρια και μαθήματα πάνω σε πτυχές της ιστορίας και της αρχαιολογίας), καθώς και η παράλληλη επαφή και με τα πιο σύγχρονα στοιχεία του εκάστοτε τόπου (π.χ. τα τοπικά προϊόντα, τους παραγωγούς της περιοχής, κλπ.) έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αξιόλογης υπηρεσίας εναλλακτικού τουρισμού, για την οποία κάθε άλλο παρά παράλογο μπορεί να θεωρηθεί το χρηματικό αντίτιμο εκ μέρους των συμμετεχόντων τουριστών.
Ποιος φορέας, όμως, θα πρέπει να δικαιούται να διοργανώνει τέτοιου είδους προγράμματα ανασκαφικού τουρισμού και να εισπράττει, φυσικά, το σχετικό αντίτιμο; Η πρόταση των Τσαραβόπουλου-Φράγκου προκρίνει την συγκρότηση συνεταιριστικών επιχειρηματικών ομάδων που θα περιλαμβάνουν τους εργαζομένους στον χώρο (αρχαιολόγους, συντηρητές, σχεδιαστές, εργάτες, λογιστές, κ.ά.) σε συνεργασία με τοπικές επαγγελματικές ενώσεις (ξενοδόχων, εστιατόρων, ταξιδιωτικών πρακτόρων και όλων των εμπλεκομένων στον τουρισμό), καθώς και με τους πολιτιστικούς συλλόγους της εκάστοτε περιοχής, όπου θα βρίσκεται η ανασκαπτόμενη αρχαιολογική θέση. Η δική μας άποψη είναι ότι, αν και σαφώς μια πρόταση, όπως η ανωτέρω, μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης, η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων ανασκαφικού τουρισμού είναι καλύτερα να λαμβάνει χώρα σε ένα πιο αμιγώς αρχαιολογικό-ερευνητικό πλαίσιο. Προτεραιότητα πρέπει να είναι το να διασφαλίζονται κάθε φορά οι όσο το δυνατόν καλύτεροι όροι διεξαγωγής της ανασκαφής, κάτι που σημαίνει ότι επικεφαλής του κάθε προγράμματος πρέπει να είναι το επιστημονικό προσωπικό της. Η ενσωμάτωση στην εκάστοτε συνεταιριστική ομάδα με όρους ισοτιμίας και μη επιστημονικού προσωπικού (π.χ. ξενοδόχων, ταξιδιωτικών πρακτόρων) δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για τους κινδύνους νόθευσης της ανασκαφικής και αρχαιολογικής διαδικασίας με προτεραιότητες άσχετες με αυτήν. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι π.χ. η χρήση φρασεολογίας του τύπου «γίνε αρχαιολόγος για μια μέρα», η οποία μπορεί να θεωρείται επικοινωνιακά θεμιτή από έναν ιδιώτη του ξενοδοχειακού κλάδου, από την σκοπιά του επιστήμονα, όμως, συνιστά όχι μόνο έμπρακτη εξαπάτηση του τουρίστα (αφού στην πραγματικότητα δεν γίνεται αρχαιολόγος, αλλά απλώς βοηθά τους αρχαιολόγους), αλλά και στοιχείο ευτελισμού της ίδιας της επιστήμης (αφού καλλιεργείται έτσι η αίσθηση ότι η αρχαιολογία είναι επιστήμη που την μαθαίνεις σε μια μέρα ή μια εβδομάδα). Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι σε ανάλογα προγράμματα στο εξωτερικό συναντά κανείς τον πιο μετριοπαθή τίτλο «ανασκαφή για μια μέρα» (dig for a day). Αντιθέτως, οι κίνδυνοι αυτοί ελαχιστοποιούνται αν το δικαίωμα δημιουργίας και προσφοράς των προγραμμάτων ανασκαφικού τουρισμού επιφυλάσσεται σε ομάδες επιστημονικού αρχαιολογικού προσωπικού. Του προσωπικού, δηλαδή, το οποίο σε αντίθεση με άλλους απασχολούμενους στον χώρο του ευρύτερου τουρισμού (π.χ. ξενοδόχους) αντιμετωπίζει οξύτατα προβλήματα ανεργίας (αρχαιολόγοι, συντηρητές, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές).
Ακόμα, όμως, κι αν φανταστούμε τις συνεταιριστικές αυτές ομάδες ως αμιγώς επιστημονικές ως προς την σύνθεση, δεν αναιρείται το γεγονός ότι τα μέλη τους θα ασκούν μια δραστηριότητα με χαρακτηριστικά (και) ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Μπορεί να τεθεί, επομένως, το ερώτημα αν είμαστε υπέρ του αρχαιολόγου, ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασίες που, όπως λέει ο ΣΕΑ, «ιδιωτικοποιούν την επιστημονική έρευνα». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κατά πρώτον ότι για να επιμένουμε στο θέμα της ιδιωτικοποίησης πρέπει από την άλλη πλευρά να υπάρχει –ουσιαστικά και όχι μόνο τυπικά– δημόσιος χαρακτήρας. Όποιος, όμως, ζει στην Ελλάδα γνωρίζει καλά ότι η διάκριση ιδιωτικού και δημοσίου είναι πολύ συχνά ρευστή. Και αυτό διότι είναι το ίδιο το «δημόσιο» που πολλές φορές λειτουργεί με όρους προσωπικών, ιδιωτικών μονοπωλιακών συμφερόντων, προσώπων ή ομάδων. Για παράδειγμα, εθιμικού ή παραδοσιακού τύπου ιδιωτικοποίηση των αρχαιοτήτων έχουμε κάθε φορά που ένας αρχαιολόγος διατηρεί de facto επ΄ αόριστον τα δικαιώματα μελέτης και δημοσίευσης ενός συνόλου αρχαιολογικού υλικού. Ιδιωτικοποίηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς έχουμε όταν σύνολα ευρημάτων ταξιδεύουν ενίοτε ακόμη και ολόκληρους νομούς για να ασφαλιστούν στις «προσωπικές» αποθήκες του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων μελέτης τους. Ιδιωτικοποίηση πόρων του δημοσίου έχουμε κάθε φορά που ένας αρχαιολόγος βάζει υφισταμένους του να κάνουν δουλειά για αυτόν, ακόμα και να συγγράφουν επιστημονικές δημοσιεύσεις, χωρίς να αναφέρονται μετά πουθενά τα ονόματά τους. Ιδιωτικοποίηση του δημοσίου έχουμε κάθε φορά που αρχαιολόγοι, σε αγαστή συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες, προσλαμβάνουν χωρίς ή με φωτογραφικές προκηρύξεις προσωπικό για σωστικές ανασκαφές. Ιδιωτικοποίηση του δημοσίου συνιστά η ιταμή φράση «θα σε βάλω εγώ στην Χ ανασκαφή», η οποία έχει ακουστεί πολλές φορές από χείλη αρχαιολόγων, οι οποίοι παίζουν στην «κατηγορία ΠΕ» το ίδιο παιχνίδι που συνήθως οι πολιτευτές κάθε περιοχής παίζουν στις «κατηγορίες ΥΕ και ΔΕ» (συχνά το εργατοτεχνικό προσωπικό των ανασκαφών «αποκαθίσταται» από τοπικούς πολιτευτές, ενώ το αρχαιολογικό προσωπικό από αρχαιολόγους της υπηρεσίας). Εννοείται, φυσικά, ότι τέτοια κρούσματα «παραδοσιακού τύπου» ιδιωτικοποίησης του δημοσίου δεν απαντούν μόνο στην αρχαιολογική υπηρεσία, αλλά και σε πολλές άλλες πτυχές του (ένας υψηλά ιστάμενος αρχαιολόγος που π.χ. βάζει τους εργάτες της υπηρεσίας να κάνουν δουλειές στο κτήμα του δεν διαφέρει από έναν στρατιωτικό που ως διοικητής τάγματος βάζει τους φαντάρους με πτυχία να κάνουν δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά του).
Κατά συνέπεια, και με δεδομένο ότι φαινόμενα, όπως τα ανωτέρω, ουδέποτε έχουν προκαλέσει αντιδράσεις σαν αυτές που προκαλεί η κεφαλαιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση, γεννάται το ερώτημα γιατί όσοι είναι εκτός του δημοσίου πρέπει να στερηθούν το δικαίωμα να κάνουν ό,τι πολύ συχνά κάνουν οι εντός αυτού: να επιχειρήσουν, νόμιμα και υπό συγκεκριμένους όρους, να «στεγάσουν» το δικό τους δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων σε αυτοχρηματοδοτούμενα σχήματα ανασκαφικού τουρισμού, τα οποία θα δίνουν την δυνατότητα της αρχαιολογικής έρευνας κυρίως σε όσους πιθανώς να μην βρουν ποτέ πλέον πρόσβαση στο ελληνικό δημόσιο (αρχαιολογική υπηρεσία ή πανεπιστήμιο). Εδώ μπορεί, φυσικά, κανείς να διερωτηθεί: το ότι υπάρχουν ιδιωτικά «μαγαζιά» εντός του δημοσίου σημαίνει ότι πρέπει αυτά να νομιμοποιηθούν και εκτός αυτού; Πιο ορθή λύση δεν είναι απλά να προσπαθήσουμε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα ιδιωτικοποίησης εντός του δημοσίου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι μια τέτοια προσέγγιση ξεκινά από ορισμούς του «δημοσίου» και του «ιδιωτικού» που δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό (υπό την δυτική έννοια) προσλαμβάνονται και πραγματώνονται σε μεγάλο βαθμό με τους όρους της ίδιας ανθρωπολογίας διαπροσωπικών σχέσεων και δικτυώσεων.
Συνεπώς, η λύση δεν είναι η διαρκής και πρακτικά ανώφελη καταγγελία της συγκεκριμένης «νοοτροπίας», αλλά η αποδοχή της ως δεδομένου και η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, ώστε να μην έχει μόνο το δημόσιο το μονοπώλιο του ιδιωτικού…Μέσα σε σαφές νομικό πλαίσιο, υπό την διεύθυνση αποκλειστικά επιστημονικού αρχαιολογικού προσωπικού και απασχολώντας ομάδες τουριστών επί πληρωμή για διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων, σε συγκεκριμένο φάσμα επικουρικών ανασκαφικών εργασιών και χωρίς εμπορικά απατηλές υποσχέσεις για την μεταμόρφωσή των τουριστών σε «αρχαιολόγους για μια μέρα», τα προγράμματα ανασκαφικού τουρισμού που εξετάσαμε θα μπορούσαν πράγματι να προαγάγουν και την αρχαιολογική έρευνα και την τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο πρέπει να περάσουμε από την σύγκρουση στην συζήτηση και από την βεντέτα μεταξύ των ιδεολογικών «επιφαινομένων» να αναχθούμε στα υποκείμενα στοιχεία μιας ανθρωπολογίας που στην Ελλάδα υπάρχει εξίσου ως «δημόσιο» και ως «ιδιωτικό».
Πρόσφατα σχόλια