Αρχείο

Posts Tagged ‘ανεργία’

«Πακέτο διάσωσης» για τους νέους επιστήμονες

8 Φεβρουαρίου, 2014 6 Σχόλια

Η ανεργία των νέων επιστημόνων και κυρίως όσων έχουν ήδη πίσω τους τα χρόνια και τις εμπειρίες από τα ακαδημαϊκά συστήματα των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών, αποτελεί σαφώς μία από τις πιο τραγικές πτυχές της ελληνικής κρίσης. Σχεδόν μια ολό­κληρη γενιά νέων αν­θρώπων με ζηλευτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, με υγιή (ως επί το πλείστον) νοοτροπία και όρεξη –σε αρκετές περιπτώσεις– να παραμείνει στην Ελλάδα ακόμα και υπό μισθολογικές και γενικότερες συνθήκες υποδεέστερες άλλων χωρών βρίσκεται αυτή την στιγμή σε ιδιαίτερα δεινή θέση. Τις περισσότερες φορές οι επιλογές που έχουν οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής είναι είτε να μείνουν στην Ελλάδα, φυτοζωώντας με διάφορους τρόπους και κάνοντας πράγματα άσχετα με τους τομείς που μπορούν να προσφέ­ρουν, είτε να φύγουν για το εξωτερικό. Και στις δύο περιπτώσεις ακυρώνεται η δυνατότητα προσφοράς της γενιάς αυτής στην ίδια την πατρίδα της. Αντιθέτως, ιδιαίτερα θετική είναι η προοπτική των άλλων εκείνων χωρών, στις οποίες το ελ­ληνικό κράτος και οι πάσης φύσεως παθογένειές του κάνουν ουσιαστικά δώρο το μέλλον της χώρας. Διότι μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η χαρακτη­ριστική απροθυμία των κυ­βερνητικών επιτελείων στο να προβούν στις συγκεκριμένες εκείνες ενέργειες, οι οποίες θα μπο­ρούσαν εν μια νυκτί να ανοίξουν τμήματα της αγοράς για αρ­κετούς νέους επιστήμονες. Είναι επίσης χαρακτη­ριστικό ότι οι προτάσεις για τέτοιου είδους δράσεις απουσιάζουν ως τώρα πλήρως και από τον λόγο της αντιπολίτευσης. Για το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι πρωτοβουλίες αυ­τές, πι­στεύουμε ότι δί­νουν μια ιδέα τα παρακάτω σημεία.

«Θα σε δω στο πλοίο»...Αν δεν υπάρξει βούληση και αυτή την φορά, μονίμως αγκυροβολημένα πλοία, όπως αυτό στο λιμάνι της Πάτρας, θα κληθούν ίσως να προσφέρουν σύντομα στέγη σε άνεργους νέους επιστήμονες.

«Θα σε δω στο πλοίο»…Αν δεν υπάρξει βούληση και αυτή την φορά, μονίμως αγκυροβολημένα πλοία, όπως αυτό στο λιμάνι της Πάτρας, θα κληθούν ίσως να προσφέρουν σύντομα στέγη σε άνεργους νέους επιστήμονες.

α) Άμεση κατάργηση της πολυθεσίας στην ελλαδική ανώτατη εκπαίδευση, αρχικά μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και αργότερα με σχετική συνταγματική διάταξη. Όσοι πανεπιστη­μιακοί κα­τέχουν αυτή την στιγμή νομίμως είτε θέσεις/ώρες διδασκαλίας σε περισσότερα του ενός πανεπι­στήμια είτε ταυτόχρονα θέσεις και σε άλλα ιδρύματα (π.χ. Ελληνικό Ανοιχτό Πανε­πιστήμιο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Σχολές Αστυνομίας, κλπ.), αμείβονται, δηλαδή, πολλαπλώς από τον ίδιο κρατικό προ­ϋπολογισμό, να κληθούν να επιλέξουν μία μόνο από τις θέσεις αυτές. Με αυτό τον τρόπο ανοί­γουν μέσα σε μια νύχτα εκατοντάδες θέσεις εργασίας για νέους επιστή­μονες, με αποτέλεσμα τόσο την μείωση της ανεργίας όσο και την βελτίωση του εκάστοτε διδα­κτικού και ερευνητικού έργου. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση του Ελληνικού Ανοιχτού (μάλλον Ερμητικά Κλειστού) Πανεπιστημίου, που αντί σε περίοδο κρίσης να προσφέρει σανίδα σωτηρίας σε ένα πλήθος ανέργων νέων επιστημόνων, προτιμά να λειτουργεί ως πάροχος συ­μπληρωματικού εισοδήματος σε πολλούς πανεπιστημιακούς με ήδη μόνιμες θέσεις σε άλλα ελλαδικά ιδρύματα. Καθιερώνοντας, μάλιστα, από φέτος και συμβάσεις τριετούς διάρκειας για τα μέλη ΣΕΠ, στραγγαλίζει πλέον ακόμα και την τελευταία ελπίδα όσων κάθε χρόνο επέμεναν να υποβάλλουν εκ νέου αίτη­ση.

β) Νομική φόρμουλα παράκαμψης του άρθρου 16 του Συντάγματος σε ό,τι αφορά την ψηφιακή μορφή ανώτατης εκπαίδευσης. Να δοθεί η δυνατότητα σε ιδιώτες να συγκροτήσουν αναγνωρι­σμένα από το κράτος προγράμματα σπουδών βασισμένα στις τεχνολογίες του διαδικτύου (πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης και τηλεδιάσκεψης). Καταργώντας με αυτό τον τρόπο γεωγραφι­κά και ηλικιακά σύνορα και με μικρή επένδυση σε χρήμα (δεν χρειάζονται π.χ. φυσικές αί­θουσες διδασκαλίας), ομάδες νέων επιστημόνων θα μπορούσαν σε ελάχιστο χρονικό διάστη­μα να συ­γκροτήσουν υψηλής ποιότητας προγράμματα σπουδών, ιδίως στις θεωρητικές επιστή­μες (π.χ. στον κλάδο των θεατρικών σπουδών που χρειάζεται ουσιαστικά επανίδρυση σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή σε αυτόν των κοινωνικών επιστημών που υπάρχει έντονη ανάγκη για βαθύτερες και κυρίως ανεξάρτητες κριτικές θεωρήσεις). Με όπλα την αφοσίωση και υγιή νοοτροπία του προσω­πικού τους, καθώς και την εν­σωμάτωση της πιο σύγχρονης επιστη­μονικής παραγω­γής και πρα­κτικής, τέτοιου είδους ιδρύμα­τα θα μπο­ρούσαν όχι μόνο να ανοίξουν ταχύτατα νέες θέσεις εργασίας, αλλά και να συμβάλ­λουν αποφα­σιστικά στην άνοδο του επι­πέδου της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ιδίως, μάλιστα, στις επιστήμες του ελληνικού πολιτισμού κάποιοι από τους φορείς αυτούς θα μπορούσαν ενδεχο­μένως να ανοιχτούν και στο παγκόσμιο κοινό, με όχημα την αγγλική γλώσσα.

γ) Προσωρινή αποκέντρωση της πρόσληψης ειδικών επιστημονικών συνεργατών στα συμβατικά πανεπι­στήμια. Να δο­θεί, δηλαδή, σε καθηγητές πρώτης βαθμίδας η νομική δυνατότητα να δια­θέτουν, αν το επιθυ­μούν, ένα τμήμα των μηνιαίων εσόδων τους (τα οποία συχνά προέρχονται όχι μόνο από την κρατική μισθοδοσία τους, αλλά και από άλλες παράλληλες δραστηριότητες, π.χ. νομι­κά, τεχνικά γραφεία, κλπ.) για την απασχόληση νέων επιστημόνων-κατόχων διδακτο­ρικού τί­τλου, αντίστοι­χων των διδασκόντων Π.Δ. 407/80. Το κράτος θα μπορούσε να θεσπίσει έναν ελάχιστο μηνιαίο μισθό (π.χ. 700 ευρώ) και συγκεκριμένο ωράριο και πλαίσιο απασχόλη­σης (π.χ. να απαγορεύε­ται η πρόσληψη συγγενών ή προσώπων, με τα οποία οι καθηγητές έχουν συ­νυπάρξει στο πα­ρελθόν στο ίδιο πανεπιστήμιο). Εκτός των άλλων, το μέτρο αυτό θα μπορού­σε να αποτελέσει και τυπικό δείγμα «μεταποίησης» (και όχι πάταξης) της παραοικονομίας. Και αυτό διότι στην μισθοδοσία των ειδικών αυτών συ­νεργατών ενδεχο­μένως θα κατέληγε και ένα μέρος χρη­μάτων (π.χ. από τα διάφορα εξωπανεπι­στημιακά έσοδα κάποιων καθηγητών) που πι­θανόν δεν θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο για το κε­ντρικό ταμείο του κράτους, στερώντας το τελευ­ταίο από την δυνατότητα να μισθοδοτήσει το ίδιο τους επιστημονι­κούς αυτούς συνερ­γάτες.

δ) Προνομιακό καθεστώς μειωμένων εισφορών στον ΟΑΕΕ τόσο για όσους θα μπορούσαν να εργαστούν ως ειδικοί συνεργάτες στα πανεπιστήμια με το ανωτέρω καθεστώς όσο και για όσους ερ­γάζονται ή επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν ως μεταφραστές-επιμελη­τές-διορθωτές, κλπ. Ένα τέτοιο μέτρο αφορά κατεξοχήν πολλούς νέους επιστήμο­νες, αφού ένα μεγάλο μέρος τους, π.χ. οι άνθρωποι με υψηλού επιπέδου γνώσεις ξένων γλωσσών και ακαδημαϊκή εμπειρία από το εξωτερικό, θα μπο­ρούσε να απασχοληθεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε αυτές τις εργα­σίες. Ιδίως οι μεταφράσεις ξενόγλωσσων πανεπιστημιακών εγχειριδίων και γενικότερα επιστη­μονικών έργων είναι μια δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιείται συνδυαστι­κά τόσο η γλωσσική όσο και η επιστημονική κατάρτιση. Είναι επίσης ένα πεδίο ιδιαιτέρως πα­ραγωγικό, αφού σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους είναι δρα­ματική η ανάγκη εμπλουτισμού της βιβλιο­γραφίας με καλές μεταφράσεις σύγχρονων ξενόγλωσ­σων συγ­γραμμάτων. Και είναι περιττό, φυσικά, να τονιστεί ότι η καταβολή πολλών χαμη­λών ει­σφορών εκ μέρους εργαζο­μένων απο­φέρει για τα ταμεία περισσότερα από την μη κατα­βολή υψηλών εισφορών εκ μέρους ανέργων.

ε) Το τελευταίο σημείο αφορά ειδικά την ανεργία των αρχαιολόγων, ιδίως τους άνεργους ερευ­νητές. Πρόκειται για την αποδέσμευση του αρχαιολογικού υλι­κού που βρί­σκεται στις αποθή­κες των εφοριών αρχαιοτήτων και των μουσείων. Στις αποθήκες των εν λόγω ιδρυμάτων υπάρ­χει, δηλαδή, ένας μεγάλος αριθμός ευρημάτων από πολυάριθμες ανασκαφές του παρελθόντος και του παρόντος. Μετά την ανασκαφή τους, το δικαίωμα μελέτης και δημοσίευσης των ευρη­μάτων αυτών περιέρχεται δια νόμου στον εκάστοτε υπεύθυνο της ανασκαφής. Με αυτό τον τρόπο, πολλοί από τους εν λόγω ανα­σκαφείς, ιδίως αρκετοί μεγαλύτερης ηλικίας μόνιμοι υπάλληλοι της αρχαιολογικής υπη­ρεσίας (ή και κάποιοι ήδη συνταξιούχοι), έχουν με τα χρόνια αποκτήσει την «κυριότητα» επί ενός μεγάλου αριθμού αρχαιολογι­κών θέσεων και συνόλων. Σαν αποτέλεσμα, η πλήρης επιστημονική μελέτη και δημοσίευση των συγκεκριμένων αρχαιολογικών δεδομένων συ­χνά καθυστερεί δραματικά, αφενός μεν λόγω των λοιπών υπηρεσιακών καθηκόντων των αρ­χαιολόγων αυτών και αφετέρου λόγω νομοθετικών και προσωπικών αγκυλώσεων. Χαρακτηρι­στική είναι εδώ η παλαιά, ιδιοκτησιακή αντίληψη επί των αρχαιοτή­των, η οποία εκφράζεται άλ­λοτε με την πλήρη άρνηση παραχώρησης των δικαιωμάτων δημοσίευσης σε άλλους ερευνη­τές και άλλοτε με την «ελεγχόμενη» και μερική παραχώρηση, ενίοτε στο πλαίσιο της συγκρότη­σης εξουσιαστικών σχέσεων προσωπικής εξάρτησης.

Η ιδιότυπη αυτή «ιδιωτικοποίηση» των αρχαιολογικών ευρημάτων, η οποία, σημειωτέον, δεν προκαλεί συνήθως ανάλογες αντιδράσεις με άλλου τύπου ανάλογες προτάσεις, έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες και για το θέμα της ανεργίας των ερευνητών. Και τούτο διότι αν το υλικό αυτό περιερχόταν κατά προτεραιότητα σε άνερ­γους αρχαιολόγους ερευνητές, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να διεκδική­σουν με αξιώσεις χρημα­τοδότηση για την μελέτη του από ένα ευρύ πλέγ­μα ερευνητικών υπο­τροφιών του εξωτερι­κού. Με αυτό τον τρόπο, οι συγκεκριμένοι ερευνητές θα μπορούσαν να πα­ραμείνουν στην Ελ­λάδα μέχρι νεωτέρας, ενώ ραγδαία θα ήταν και η πρόοδος της έρευνας, αφού ένα μεγάλο μέρος του συχνά εξαιρετικά σημαντικού αδημοσίευτου αρχαιο­λογικού υλικού θα μπορούσε πλέον να μελε­τηθεί και να δημοσιευτεί. Η λύση του προβλήματος θα μπορούσε να δοθεί και πάλι άμεσα, μέσω μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, σύμφω­να με την οποία κάθε αρχαιολόγος-ανασκαφέας θα καλείται να επιλέγει μόνο ένα (1) κάθε φορά αρχαιολο­γικό σύνολο ή θέση, επί του οποίου/της οποίας θα διατηρήσει τα δικαιώματα δημοσί­ευσης.

Τα ανωτέρω σημεία είναι απλώς ενδεικτικά για το πώς, εάν υπάρχει βούληση, μπορεί κανείς να ανοίξει διάφορες κλειστές πόρτες στην ελληνική αγορά εργασίας. Αν, για παράδειγμα, αρχίσου­με κάποια στιγμή να συγκρουόμαστε όχι μόνο με την κεφαλαιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση, αλλά και με την εν Ελλάδι πανίσχυρη ανθρωπολογική «δομή» της ιδιοκτησιακής αντίληψης επί συγκεκριμένων πτυχών του κράτους (περιοχές του ακαδημαϊκού συστήματος, αρχαιολογικός πλούτος) θα είναι εφικτό να διασωθεί ένα τμήμα, έστω, μιας γενιάς που είναι πολύ σημαντική για να χαθεί. Και το πού έγκει­ται η πραγματική ση­μασία της γίνεται εύκολα κατανοητό αν ανα­λογιστεί κανείς την διαρκώς αυξανόμενη επιρροή των άκρων του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος αυτή την στιγμή στην Ελλάδα. Χωρίς την ύπαρξη ισχυρού αντιβάρου, η νέα αυτή πλημμυρίδα πνευματικού πρωτογο­νισμού και νεοεμφυ­λιακού διχασμού θα καταλήξει να βυθίσει την Ελλάδα στο σκοτάδι για πολ­λές δεκαετίες.