«Πακέτο διάσωσης» για τους νέους επιστήμονες
Η ανεργία των νέων επιστημόνων και κυρίως όσων έχουν ήδη πίσω τους τα χρόνια και τις εμπειρίες από τα ακαδημαϊκά συστήματα των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών, αποτελεί σαφώς μία από τις πιο τραγικές πτυχές της ελληνικής κρίσης. Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων με ζηλευτά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, με υγιή (ως επί το πλείστον) νοοτροπία και όρεξη –σε αρκετές περιπτώσεις– να παραμείνει στην Ελλάδα ακόμα και υπό μισθολογικές και γενικότερες συνθήκες υποδεέστερες άλλων χωρών βρίσκεται αυτή την στιγμή σε ιδιαίτερα δεινή θέση. Τις περισσότερες φορές οι επιλογές που έχουν οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής είναι είτε να μείνουν στην Ελλάδα, φυτοζωώντας με διάφορους τρόπους και κάνοντας πράγματα άσχετα με τους τομείς που μπορούν να προσφέρουν, είτε να φύγουν για το εξωτερικό. Και στις δύο περιπτώσεις ακυρώνεται η δυνατότητα προσφοράς της γενιάς αυτής στην ίδια την πατρίδα της. Αντιθέτως, ιδιαίτερα θετική είναι η προοπτική των άλλων εκείνων χωρών, στις οποίες το ελληνικό κράτος και οι πάσης φύσεως παθογένειές του κάνουν ουσιαστικά δώρο το μέλλον της χώρας. Διότι μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η χαρακτηριστική απροθυμία των κυβερνητικών επιτελείων στο να προβούν στις συγκεκριμένες εκείνες ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν εν μια νυκτί να ανοίξουν τμήματα της αγοράς για αρκετούς νέους επιστήμονες. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι προτάσεις για τέτοιου είδους δράσεις απουσιάζουν ως τώρα πλήρως και από τον λόγο της αντιπολίτευσης. Για το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι πρωτοβουλίες αυτές, πιστεύουμε ότι δίνουν μια ιδέα τα παρακάτω σημεία.
α) Άμεση κατάργηση της πολυθεσίας στην ελλαδική ανώτατη εκπαίδευση, αρχικά μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και αργότερα με σχετική συνταγματική διάταξη. Όσοι πανεπιστημιακοί κατέχουν αυτή την στιγμή νομίμως είτε θέσεις/ώρες διδασκαλίας σε περισσότερα του ενός πανεπιστήμια είτε ταυτόχρονα θέσεις και σε άλλα ιδρύματα (π.χ. Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Σχολές Αστυνομίας, κλπ.), αμείβονται, δηλαδή, πολλαπλώς από τον ίδιο κρατικό προϋπολογισμό, να κληθούν να επιλέξουν μία μόνο από τις θέσεις αυτές. Με αυτό τον τρόπο ανοίγουν μέσα σε μια νύχτα εκατοντάδες θέσεις εργασίας για νέους επιστήμονες, με αποτέλεσμα τόσο την μείωση της ανεργίας όσο και την βελτίωση του εκάστοτε διδακτικού και ερευνητικού έργου. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση του Ελληνικού Ανοιχτού (μάλλον Ερμητικά Κλειστού) Πανεπιστημίου, που αντί σε περίοδο κρίσης να προσφέρει σανίδα σωτηρίας σε ένα πλήθος ανέργων νέων επιστημόνων, προτιμά να λειτουργεί ως πάροχος συμπληρωματικού εισοδήματος σε πολλούς πανεπιστημιακούς με ήδη μόνιμες θέσεις σε άλλα ελλαδικά ιδρύματα. Καθιερώνοντας, μάλιστα, από φέτος και συμβάσεις τριετούς διάρκειας για τα μέλη ΣΕΠ, στραγγαλίζει πλέον ακόμα και την τελευταία ελπίδα όσων κάθε χρόνο επέμεναν να υποβάλλουν εκ νέου αίτηση.
β) Νομική φόρμουλα παράκαμψης του άρθρου 16 του Συντάγματος σε ό,τι αφορά την ψηφιακή μορφή ανώτατης εκπαίδευσης. Να δοθεί η δυνατότητα σε ιδιώτες να συγκροτήσουν αναγνωρισμένα από το κράτος προγράμματα σπουδών βασισμένα στις τεχνολογίες του διαδικτύου (πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης και τηλεδιάσκεψης). Καταργώντας με αυτό τον τρόπο γεωγραφικά και ηλικιακά σύνορα και με μικρή επένδυση σε χρήμα (δεν χρειάζονται π.χ. φυσικές αίθουσες διδασκαλίας), ομάδες νέων επιστημόνων θα μπορούσαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να συγκροτήσουν υψηλής ποιότητας προγράμματα σπουδών, ιδίως στις θεωρητικές επιστήμες (π.χ. στον κλάδο των θεατρικών σπουδών που χρειάζεται ουσιαστικά επανίδρυση σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή σε αυτόν των κοινωνικών επιστημών που υπάρχει έντονη ανάγκη για βαθύτερες και κυρίως ανεξάρτητες κριτικές θεωρήσεις). Με όπλα την αφοσίωση και υγιή νοοτροπία του προσωπικού τους, καθώς και την ενσωμάτωση της πιο σύγχρονης επιστημονικής παραγωγής και πρακτικής, τέτοιου είδους ιδρύματα θα μπορούσαν όχι μόνο να ανοίξουν ταχύτατα νέες θέσεις εργασίας, αλλά και να συμβάλλουν αποφασιστικά στην άνοδο του επιπέδου της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ιδίως, μάλιστα, στις επιστήμες του ελληνικού πολιτισμού κάποιοι από τους φορείς αυτούς θα μπορούσαν ενδεχομένως να ανοιχτούν και στο παγκόσμιο κοινό, με όχημα την αγγλική γλώσσα.
γ) Προσωρινή αποκέντρωση της πρόσληψης ειδικών επιστημονικών συνεργατών στα συμβατικά πανεπιστήμια. Να δοθεί, δηλαδή, σε καθηγητές πρώτης βαθμίδας η νομική δυνατότητα να διαθέτουν, αν το επιθυμούν, ένα τμήμα των μηνιαίων εσόδων τους (τα οποία συχνά προέρχονται όχι μόνο από την κρατική μισθοδοσία τους, αλλά και από άλλες παράλληλες δραστηριότητες, π.χ. νομικά, τεχνικά γραφεία, κλπ.) για την απασχόληση νέων επιστημόνων-κατόχων διδακτορικού τίτλου, αντίστοιχων των διδασκόντων Π.Δ. 407/80. Το κράτος θα μπορούσε να θεσπίσει έναν ελάχιστο μηνιαίο μισθό (π.χ. 700 ευρώ) και συγκεκριμένο ωράριο και πλαίσιο απασχόλησης (π.χ. να απαγορεύεται η πρόσληψη συγγενών ή προσώπων, με τα οποία οι καθηγητές έχουν συνυπάρξει στο παρελθόν στο ίδιο πανεπιστήμιο). Εκτός των άλλων, το μέτρο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει και τυπικό δείγμα «μεταποίησης» (και όχι πάταξης) της παραοικονομίας. Και αυτό διότι στην μισθοδοσία των ειδικών αυτών συνεργατών ενδεχομένως θα κατέληγε και ένα μέρος χρημάτων (π.χ. από τα διάφορα εξωπανεπιστημιακά έσοδα κάποιων καθηγητών) που πιθανόν δεν θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο για το κεντρικό ταμείο του κράτους, στερώντας το τελευταίο από την δυνατότητα να μισθοδοτήσει το ίδιο τους επιστημονικούς αυτούς συνεργάτες.
δ) Προνομιακό καθεστώς μειωμένων εισφορών στον ΟΑΕΕ τόσο για όσους θα μπορούσαν να εργαστούν ως ειδικοί συνεργάτες στα πανεπιστήμια με το ανωτέρω καθεστώς όσο και για όσους εργάζονται ή επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν ως μεταφραστές-επιμελητές-διορθωτές, κλπ. Ένα τέτοιο μέτρο αφορά κατεξοχήν πολλούς νέους επιστήμονες, αφού ένα μεγάλο μέρος τους, π.χ. οι άνθρωποι με υψηλού επιπέδου γνώσεις ξένων γλωσσών και ακαδημαϊκή εμπειρία από το εξωτερικό, θα μπορούσε να απασχοληθεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε αυτές τις εργασίες. Ιδίως οι μεταφράσεις ξενόγλωσσων πανεπιστημιακών εγχειριδίων και γενικότερα επιστημονικών έργων είναι μια δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιείται συνδυαστικά τόσο η γλωσσική όσο και η επιστημονική κατάρτιση. Είναι επίσης ένα πεδίο ιδιαιτέρως παραγωγικό, αφού σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους είναι δραματική η ανάγκη εμπλουτισμού της βιβλιογραφίας με καλές μεταφράσεις σύγχρονων ξενόγλωσσων συγγραμμάτων. Και είναι περιττό, φυσικά, να τονιστεί ότι η καταβολή πολλών χαμηλών εισφορών εκ μέρους εργαζομένων αποφέρει για τα ταμεία περισσότερα από την μη καταβολή υψηλών εισφορών εκ μέρους ανέργων.
ε) Το τελευταίο σημείο αφορά ειδικά την ανεργία των αρχαιολόγων, ιδίως τους άνεργους ερευνητές. Πρόκειται για την αποδέσμευση του αρχαιολογικού υλικού που βρίσκεται στις αποθήκες των εφοριών αρχαιοτήτων και των μουσείων. Στις αποθήκες των εν λόγω ιδρυμάτων υπάρχει, δηλαδή, ένας μεγάλος αριθμός ευρημάτων από πολυάριθμες ανασκαφές του παρελθόντος και του παρόντος. Μετά την ανασκαφή τους, το δικαίωμα μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων αυτών περιέρχεται δια νόμου στον εκάστοτε υπεύθυνο της ανασκαφής. Με αυτό τον τρόπο, πολλοί από τους εν λόγω ανασκαφείς, ιδίως αρκετοί μεγαλύτερης ηλικίας μόνιμοι υπάλληλοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας (ή και κάποιοι ήδη συνταξιούχοι), έχουν με τα χρόνια αποκτήσει την «κυριότητα» επί ενός μεγάλου αριθμού αρχαιολογικών θέσεων και συνόλων. Σαν αποτέλεσμα, η πλήρης επιστημονική μελέτη και δημοσίευση των συγκεκριμένων αρχαιολογικών δεδομένων συχνά καθυστερεί δραματικά, αφενός μεν λόγω των λοιπών υπηρεσιακών καθηκόντων των αρχαιολόγων αυτών και αφετέρου λόγω νομοθετικών και προσωπικών αγκυλώσεων. Χαρακτηριστική είναι εδώ η παλαιά, ιδιοκτησιακή αντίληψη επί των αρχαιοτήτων, η οποία εκφράζεται άλλοτε με την πλήρη άρνηση παραχώρησης των δικαιωμάτων δημοσίευσης σε άλλους ερευνητές και άλλοτε με την «ελεγχόμενη» και μερική παραχώρηση, ενίοτε στο πλαίσιο της συγκρότησης εξουσιαστικών σχέσεων προσωπικής εξάρτησης.
Η ιδιότυπη αυτή «ιδιωτικοποίηση» των αρχαιολογικών ευρημάτων, η οποία, σημειωτέον, δεν προκαλεί συνήθως ανάλογες αντιδράσεις με άλλου τύπου ανάλογες προτάσεις, έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες και για το θέμα της ανεργίας των ερευνητών. Και τούτο διότι αν το υλικό αυτό περιερχόταν κατά προτεραιότητα σε άνεργους αρχαιολόγους ερευνητές, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν με αξιώσεις χρηματοδότηση για την μελέτη του από ένα ευρύ πλέγμα ερευνητικών υποτροφιών του εξωτερικού. Με αυτό τον τρόπο, οι συγκεκριμένοι ερευνητές θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Ελλάδα μέχρι νεωτέρας, ενώ ραγδαία θα ήταν και η πρόοδος της έρευνας, αφού ένα μεγάλο μέρος του συχνά εξαιρετικά σημαντικού αδημοσίευτου αρχαιολογικού υλικού θα μπορούσε πλέον να μελετηθεί και να δημοσιευτεί. Η λύση του προβλήματος θα μπορούσε να δοθεί και πάλι άμεσα, μέσω μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, σύμφωνα με την οποία κάθε αρχαιολόγος-ανασκαφέας θα καλείται να επιλέγει μόνο ένα (1) κάθε φορά αρχαιολογικό σύνολο ή θέση, επί του οποίου/της οποίας θα διατηρήσει τα δικαιώματα δημοσίευσης.
Τα ανωτέρω σημεία είναι απλώς ενδεικτικά για το πώς, εάν υπάρχει βούληση, μπορεί κανείς να ανοίξει διάφορες κλειστές πόρτες στην ελληνική αγορά εργασίας. Αν, για παράδειγμα, αρχίσουμε κάποια στιγμή να συγκρουόμαστε όχι μόνο με την κεφαλαιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση, αλλά και με την εν Ελλάδι πανίσχυρη ανθρωπολογική «δομή» της ιδιοκτησιακής αντίληψης επί συγκεκριμένων πτυχών του κράτους (περιοχές του ακαδημαϊκού συστήματος, αρχαιολογικός πλούτος) θα είναι εφικτό να διασωθεί ένα τμήμα, έστω, μιας γενιάς που είναι πολύ σημαντική για να χαθεί. Και το πού έγκειται η πραγματική σημασία της γίνεται εύκολα κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς την διαρκώς αυξανόμενη επιρροή των άκρων του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος αυτή την στιγμή στην Ελλάδα. Χωρίς την ύπαρξη ισχυρού αντιβάρου, η νέα αυτή πλημμυρίδα πνευματικού πρωτογονισμού και νεοεμφυλιακού διχασμού θα καταλήξει να βυθίσει την Ελλάδα στο σκοτάδι για πολλές δεκαετίες.
Πρόσφατα σχόλια