Μακεδονομαχώντας
Οι πρόσφατες, ραγδαίες εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας έχουν ήδη αναζωπυρώσει στην χώρας μας το γνωστό εκείνο κλίμα έντασης, πάθους και οξείας αντιπαράθεσης που έχει κατά καιρούς κυριαρχήσει και σε άλλες περιόδους της πολιτικής μας ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, όσοι έχουν ως βασική ενασχόλησή τους την ιστορία και τον πολιτισμό, θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να κρούσουν έναν θεμελιώδη κώδωνα κινδύνου: το μακεδονικό ή σκοπιανό ζήτημα είναι ένα ζήτημα δυσχερέστατο και εξαιρετικά σύνθετο. Είναι ένα από τα θέματα εκείνα που όσο περισσότερο τα μελετά κανείς ιστορικά τόσο πιο πολύ χάνεται σε έναν κυκεώνα ιστορικών, εθνολογικών, γλωσσικών, ταυτοτικών και εν γένει πολιτισμικών περιπλοκών. Το μακεδονικό είναι ένας αληθινός «γόρδιος δεσμός», κάτι που έχει εξαρχής μια πολύ συγκεκριμένη συνέπεια: όποιος το προσεγγίζει με όρους φανατισμού, γηπεδισμού, ύβρεων, προσβολών και τάσεων πλήρους ισοπέδωσης της κάθε είδους διαφορετικής άποψης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προδίδει το έλλειμμα πολυπλοκότητας που διακρίνει την δική του κατανόηση του ζητήματος. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε λίγα σημεία που κατά την γνώμη μας καταδεικνύουν τον σύνθετο χαρακτήρα του ζητήματος, για να καταλήξουμε παίρνοντας θέση αναφορικά με την συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ.
1. Το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», διατυπωμένο με αυτό τον τρόπο, ισχύει μόνο αν κανείς δεν έχει ως τώρα μελετήσει καθόλου την ιστορία της Μακεδονίας. Η Μακεδονία δεν υπήρξε στην πορεία της ιστορίας «μία», υπό την έννοια ότι τα διοικητικά της όρια άλλαζαν. Η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας έφθανε π.χ. ώς την Στερεά Ελλάδα, ενώ το βυζαντινό θέμα Μακεδονίας ήταν γεωγραφικά μετατοπισμένο προς την Θράκη. Η Μακεδονία επίσης δεν είναι μόνο ελληνική. Όσο κι αν το ελληνικό στοιχείο υπήρξε πάντα παρόν και σημαντικό, στα εδάφη της Μακεδονίας έζησαν στο διάβα των αιώνων και πολλοί άλλοι πληθυσμοί, π.χ. σλαβικής, βλαχικής, τουρκικής καταγωγής. «Εντοπίους» ονομάζουν, μάλιστα, ακόμη και σήμερα οι ελληνικοί προσφυγικοί πληθυσμοί τους σλαβικής καταγωγής γείτονές τους σε αρκετές περιοχές της Μακεδονίας. Αψευδείς μάρτυρές των πληθυσμών αυτών αποτελούν και τα μη ελληνικά τοπωνύμια, πολλά από τα οποία είναι ακόμα εν χρήσει (π.χ. Κοζάνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Πρέσπα, Πόζαρ, Προσοτσάνη, κλπ.), ενώ πολλά άλλα εξελληνίστηκαν κατά τον 20ό αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, στον τοπωνυμιακό εξελληνισμό περιοχών της Μακεδονίας ενεπλάκησαν και τα ονόματα στρατηγών και διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, π.χ. με τα άλλοτε Καϊλάρια να μετονομάζονται σε Πτολεμαΐδα, το χωριό Ναλμπάν Κιοΐ σε Περδίκκα, κ.ο.κ. Σε μία τουλάχιστον τέτοια περίπτωση, αυτή του Κλείτου Κοζάνης, η σημασία του τοπωνυμίου δεν γίνεται ενίοτε αντιληπτή ούτε από τους σύγχρονους Έλληνες κατοίκους της περιοχής, όπως προδίδει η χρήση του σε ουδέτερο γένος («το Κλείτος»). Ανάλογες περιπτώσεις αποτυχημένου εξελληνισμού έχουμε φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην περίπτωση της μετονομασίας του άλλοτε αρβανίτικου χωριού Λαλικώστα στην Αχαΐα, όπου λόγω της τοπικής γλωσσικής ασυνέχειας το αρχαίο τοπωνύμιο Φαραί (σε πληθυντικό αριθμό, κατά το «Αθήναι») χρησιμοποιείται πλέον και αυτό ανύποπτα σε ουδέτερο γένος («το Φαραί»).
2. Είναι σαφές πως οποιοσδήποτε γλωσσικός και εθνικός συσχετισμός των σύγχρονων σλαβόφωνων κάτοικων της ΠΓΔΜ με το αρχαίο ελληνικό μακεδονικό βασίλειο συνιστά ιστορική μυθοπλασία. Όπως είχε παραδεχθεί κάποτε ο Κίρο Γκλιγκόροφ, οι συμπατριώτες του είναι Σλάβοι που έφθασαν στον γεωγραφικό αυτό χώρο τον 6ο αιώνα μ.Χ. Εδώ όμως υπάρχει ένα σημείο που χρήζει προσοχής: Ο λόγος που ως Έλληνες διαμαρτυρόμαστε για την οικειοποίηση της αρχαίας ελληνικής μακεδονικής κληρονομιάς εκ μέρους των σλαβοφώνων της ΠΓΔΜ δεν είναι μόνο αυτός. Η χρονολόγηση της «έλευσης των Σλάβων» στα εδάφη της Μακεδονίας δεν θα απασχολούσε κανέναν μας, αν αυτοί είχε συμβεί να προσδεθούν κάποια στιγμή στο σώμα της νεοελληνικής γλωσσικής και εθνικής ταυτότητας. Αν αυτό είχε γίνει, θα είχαν κι αυτοί ενταχθεί στο «τρίσημο» της ιστορίας του ελληνικού έθνους κατά τον Παπαρρηγόπουλο, θα τους δεχόμασταν, επομένως, ως απογόνους των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων. Θα κάναμε, δηλαδή, ό,τι κάνουμε και με τις άλλοτε αρβανιτόφωνες και βλαχόφωνες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες έφθασαν στον ελλαδικό χώρο πολύ αργότερα από τους σλαβόφωνους και κατέληξαν να ενσωματωθούν στον νεοελληνικό εθνικό και γλωσσικό κορμό. Ανάλογες προσπάθειες ενσωμάτωσης έγιναν φυσικά και με τους σλαβόφωνους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η ιστορική μυθοπλασία περί του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως προγόνου των Σλαβομακεδόνων προωθήθηκε κατά καιρούς και από ελληνικούς προπαγανδιστικούς κύκλους. Ήταν τότε που η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους σλαβόφωνους πληθυσμούς του γεωγραφικού αυτού χώρου ήταν συμβατή με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ως στρατηγική αποβουλγαρισμού τους, δηλαδή απόσπασής τους από την βουλγαρική επιρροή.
3. Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η διάκριση ανάμεσα στις αντικειμενιστικές και υποκειμενιστικές προσεγγίσεις της ταυτότητας. Οι αντικειμενιστικές προσεγγίσεις είναι αυτές του εξωτερικού παρατηρητή. Ο εξωτερικός παρατηρητής μπορεί π.χ. να ισχυριστεί ότι οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί έχουν κοινή γλωσσική και εν πολλοίς πολιτισμική ταυτότητα. Αυτό όμως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τον υποκειμενιστικό αυτοπροσδιορισμό τους: οι ίδιοι (Γερμανοί και Αυστριακοί) αισθάνονται ότι σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας διαφέρουν, ασχέτως των όποιων ομοιοτήτων. Η αντικειμενιστική και η υποκειμενιστική προσέγγιση δεν αποκλείουν σε αυτές τις περιπτώσεις η μία την άλλη: μπορούμε να επιστρατεύσουμε είτε την μία είτε την άλλη είτε αμφότερες, ανάλογα με το τι ερευνούμε ή περιγράφουμε (ή επιδιώκουμε) κάθε φορά. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη ή όχι «μακεδονικού έθνους» ή «μακεδονικής γλώσσας» δεν θα κριθεί αποκλειστικά με αντικειμενιστικούς όρους. Θα καθοριστεί και με όρους υποκειμενιστικού αυτοπροσδιορισμού, συνεπώς αυτό που μπορεί να τεθεί υπό κρίσιν είναι τα όρια του τελευταίου: αν κανείς π.χ. αυτοπροσδιοριστεί ως «ιδιοκτήτης του σπιτιού μας», τότε είναι σαφές ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
4. Απόρροια του προηγούμενου σημείου είναι ότι το ονοματολογικό σημαίνον (δηλαδή η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους εν λόγω σλαβόφωνους πληθυσμούς, την οποία, όπως είδαμε, ενθάρρυνε κάποτε και η ίδια η Ελλάδα) αποτελεί πρόβλημα στον βαθμό που συναρτάται με το αλυτρωτικό σημαινόμενο. Αυτό σίγουρα ισχύει σε σημαντικό βαθμό: ο συγκεκριμένος αλυτρωτισμός σαφώς συνδέεται στενά με το όνομα, δεν ταυτίζεται όμως πλήρως με αυτό. Και αυτό διότι, αν η άποψη ότι «το όνομα [ενν. Μακεδονία] είναι το όχημα του αλυτρωτισμού» ίσχυε απολύτως, τότε θα ήταν σαν να ισχυριζόμασταν ότι τα ιστορικά πάθη, οι εθνικισμοί, τα μίση, οι υπαρκτές ιστορίες καταπίεσης και γενικότερα οι μνήμες ενός εν μέρει ζοφερού παρελθόντος, δηλαδή οι παράγοντες που βρίσκονται στην βάση του αλυτρωτισμού, εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από ένα όνομα και θα πάψουν να υπάρχουν, αν αυτό εξαλειφθεί ή τροποποιηθεί. Και αυτό μάλλον δεν το ισχυριζόμαστε, όπως απέδειξαν οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόταση των Σκοπίων περί «Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Κανείς π.χ. δεν αντιπρότεινε εδώ την ονομασία «Δημοκρατία του Ίλιντεν» (χωρίς το «Μακεδονία»), αφού θεωρήθηκε ότι η επίκληση της εξέγερσης του Ίλιντεν αποτελεί από μόνη της τον «αλυτρωτισμό αυτοπροσώπως». Κατά συνέπεια, έστω και κάπως ανεπεξέργαστα, παραδεχόμαστε ότι το όνομα «Μακεδονία» είναι μεν το σημαντικό επιφαινόμενο του αλυτρωτισμού όχι όμως και η βαθύτερη βάση του.
5. Ο εθνικισμός δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογίας, ιστορίας, πολιτικής ή διεθνών σχέσεων. Είναι και ζήτημα κοινωνικής δομής. Στο πεδίο αυτό, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ορισμένα χαρακτηριστικά κοινά στοιχεία στην κοινωνική ανθρωπολογία ενός μέρους του λαού της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Η απόλυτη διεκδίκηση π.χ. αποκλειστικότητας ως προς την έννοια της Μακεδονίας μοιάζει να αντανακλά μια κοσμοαντίληψη μικρής οικιστικής κλίμακας, περιορισμένων εξωτερικών επαφών και γεωγραφικής περιχαράκωσης στο πλαίσιο του μη αστικού χώρου, η οποία ανάγεται πιθανότατα σε οικιστικά και δημογραφικά δεδομένα των προηγούμενων αιώνων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλιστα, αντιπαραγωγική υπήρξε κάποτε η μαξιμαλιστική άποψη του «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα». Και αυτό διότι στο δούναι και λαβείν της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να δώσει το επίθετο, το οποίο έχει μια πιο ξεκάθαρα γεωγραφική-επιμεριστική διάσταση, προκειμένου να αποφύγει το ουσιαστικό. Να διατυπώσει δηλαδή (αντι)προτάσεις, όπως π.χ. «μακεδονική Δημοκρατία των Σκοπίων» ή ακόμη και «μακεδονική Δημοκρατία του Ίλιντεν», αν οι γείτονες έδειχναν ουσιαστική διάθεση για μια σύγχρονη, μη αλυτρωτική ανάγνωση και νοηματοδότηση του ιστορικού αυτού κεφαλαίου. Υπό το ίδιο ανθρωπολογικό πρίσμα μπορεί να ερμηνευθεί και η χαρακτηριστική λογική «μικροκόσμου» όσον αφορά την αντίληψη στοιχείων του ζητήματος: στην μεν ΠΓΔΜ πολλοί αδιαφορούν για το ότι η φανατική διασύνδεση ενός σύγχρονου σλαβόφωνου πληθυσμού με την αρχαία ελληνική Μακεδονία θεωρείται έωλη από κάθε εγγράμματο πολίτη στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ στην Ελλάδα ένα κομμάτι του πληθυσμού υποβαθμίζει χαρακτηριστικά το διεθνές τετελεσμένο της αναγνώρισης της γειτονικής χώρας με το όνομα «Μακεδονία» από τις περισσότερες χώρες της υφηλίου, στον τύπο, την καθημερινή γλώσσα, κλπ.
Τα ανωτέρω σημεία απλώς υποψιάζουν ακροθιγώς για τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα του συγκεκριμένου ζητήματος. Στον κυκεώνα της ιστορικής αυτής ακολουθίας έρχεται να προστεθεί πλέον και η συμφωνία Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ. Το σαφώς θετικό της στοιχείο είναι η πρόθεση επίλυσης του χρόνιου αυτού ζητήματος, έστω και υπό το κράτος εξωτερικών πιέσεων. Η πρόθεση αυτή αποκτά αξία κυρίως διότι μοιάζει να διέπεται από μια ειλικρινή διάθεση προσέγγισης των μετριοπαθών τμημάτων των δύο λαών, η οποία είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος μακροπρόθεσμης άμβλυνσης της βάσης του αλυτρωτισμού και όχι απλώς του όποιου ονοματολογικού της επιφαινομένου. Σαφώς θετική είναι και η προοπτική τροποποίησης της συνταγματικής ονομασίας της ΠΓΔΜ, αν και το «Βόρεια Μακεδονία» για πολλούς και διάφορους λόγους δεν συνιστά ίσως την βέλτιστη λύση. Προκειμένου να αποσπάσει την συγκεκριμένη τροποποιημένη ονομασία, η ελληνική πλευρά διαχειρίστηκε, ωστόσο, με αμφιλεγόμενο τρόπο το θέμα της γλώσσας και της ιθαγένειας. Κατά την δική μας άποψη, η Ελλάδα θα μπορούσε στο θέμα αυτό να αποδεχθεί την εισαγωγή του όρου «ελληνομακεδονικός», που χρησιμοποίησε ο Α. Τσίπρας, για τις αναφορές στην ελληνική Μακεδονία, προκειμένου η άλλη πλευρά να δεσμευτεί στη χρήση του όρου «σλαβομακεδονικός» ή «μακεδονικός σλαβικός» όσον αφορά τη γλώσσα και «βορειομακεδονικός» όσον αφορά την ιθαγένεια (ούτως ώστε να ενσωματώνει και τον αλβανόφωνο πληθυσμό). Υπό το πρίσμα προσεγγίσεων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να μοιάζει επισφαλής ή και επικίνδυνη για την Ελλάδα. Αν, ωστόσο, θεωρήσουμε ότι στην βάση των μονοπωλιακών αξιώσεων ως προς την έννοια της Μακεδονίας υποκρύπτονται και δομικοί παράγοντες κοινωνικοανθρωπολογικής φύσεως, τότε η πρόταση αυτή είναι ίσως η μόνη που μπορεί να λειτουργήσει ντετερμινιστικά, «αναδιαρθρώνοντας» μεσομακροπρόθεσμα την βαθύτερη νοητική δομή της συγκεκριμένης, «μονοπωλιακής» κοσμοαντίληψης και στις δύο πλευρές των συνόρων.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η διαπραγματευτική διαχείριση του θέματος της γλώσσας και της ιθαγένειας συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα της συμφωνίας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θεσμικό ζήτημα της παράκαμψης της Βουλής κατά την διαδικασία σύναψης της συμφωνίας, τότε η γενική μας άποψη για αυτήν είναι έστω και οριακά αρνητική. Η ευθύνη, εντούτοις, για την κάθε εξέλιξη σε αυτές τις περιπτώσεις δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά καταμερίζεται και στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες διαμορφώνουν κι αυτές με την στάση τους το γενικότερο κλίμα και πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αν η άποψή μας για την συμφωνία είναι οριακά αρνητική, κάθετα αρνητική είναι η στάση μας απέναντι σε κάθε ακραία, μονόπλευρη και γηπεδική προσέγγιση ενός τόσο σύνθετου ζητήματος. Προδίδοντας εύγλωττα ότι τα προβλήματα πολιτισμικής ταυτότητας δεν αφορούν μόνο τους σλαβόφωνους της ΠΓΔΜ, οι εκτροπές αυτές του δημοσίου λόγου υπονομεύουν το μέλλον της Ελλάδας τουλάχιστον εξίσου με τους λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνους αλυτρωτισμούς άλλων χωρών.
Εξαιρετική και ψύχραιμη τοποθέτηση.
Μόνο μία μικρή ένσταση για το παρακάτω σημείο:
«Προκειμένου να αποσπάσει την συγκεκριμένη τροποποιημένη ονομασία, η ελληνική πλευρά διαχειρίστηκε, ωστόσο, με αμφιλεγόμενο τρόπο το θέμα της γλώσσας και της ιθαγένειας. Κατά την δική μας άποψη, η Ελλάδα θα μπορούσε στο θέμα αυτό να αποδεχθεί την εισαγωγή του όρου «ελληνομακεδονικός», που χρησιμοποίησε ο Α. Τσίπρας, για τις αναφορές στην ελληνική Μακεδονία, προκειμένου η άλλη πλευρά να δεσμευτεί στη χρήση του όρου «σλαβομακεδονικός» ή «μακεδονικός σλαβικός» όσον αφορά τη γλώσσα και «βορειομακεδονικός» όσον αφορά την ιθαγένεια (ούτως ώστε να ενσωματώνει και τον αλβανόφωνο πληθυσμό)».
Θα προτιμούσατε, από εδώ και στο εξής, να αποκαλούμε μόνο «Ελληνομακεδόνες» τους Μακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας και μόνο «ελληνομακεδονική» τη μακεδονική νεοελληνική διάλεκτο προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι και οι «απέναντι» θα χρησιμοποιούν αντίστοιχους σύνθετους όρους; Ή είναι καλύτερη λύση αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 7.1, δηλαδή ότι οι όροι «Μακεδονία», «μακεδονικός» και «Μακεδόνες» θα έχουν διπλή σημασία και η κάθε πλευρά θα τους χρησιμοποιεί σε διαφορετικό ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο;
Το ζήτημα της ιθαγένειας είναι σοβαρό, γιατί, αν δέχονταν να γίνει σκέτα «βορειομακεδονική», θα αναγνώριζαν ουσιαστικά ότι το κράτος τους δεν είναι πλέον το έθνος-κράτος των «εθνικά Μακεδόνων», αλλά μια δικοινοτική ομοσπονδία «Μακεδόνων και Αλβανών».
Σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Η αλήθεια είναι πως ναι, εκκινώντας από μια θέση γλωσσικού ντετερμινισμού, δηλαδή από την ιδέα ότι η γλώσσα δεν εκφράζει απλώς τις εκάστοτε αντιλήψεις, αλλά τις διαμορφώνει κιόλας, θεωρώ πως η εισαγωγή των όρων «ελληνομακεδονικός» και «βορειομακεδονικός» θα μπορούσε να αμβλύνει έμπρακτα και σε βάθος χρόνου τις εκατέρωθεν μονοπωλιακές αξιώσεις όσον αφορά την έννοια της Μακεδονίας. Το περιεχόμενο του άρθρου 7.1 είναι σαφώς προς την θετική κατεύθυνση ως προς το δικαίωμα της κάθε πλευράς στα δικά της σημαινόμενα, δεν θίγει όμως τα ονοματολογικά σημαίνοντα. Έχετε δίκιο, ωστόσο, ότι πέραν της κοινωνικής και γλωσσικής ανθρωπολογίας υπάρχουν και άλλες περιπλοκές στο ζήτημα της ιθαγένειας, τις οποίες πιθανότατα καμία λύση/συμφωνία δεν θα μπορούσε να διευθετήσει με τον βέλτιστο τρόπο για όλους.
Ένα άρθρο που διαφωτίζει πλήρως και ενημερώνει, καταλήγοντας να παίρνει την «οριακά αρνητική» θέση του στη συμφωνία, μέσα από άρτια, πολιτισμένη και πειστική επιχειρηματολογία. Μακριά από κομματικές θέσεις και μικροπολιτικές συγκρούσεις, που δεν οδηγούν πουθενά τη συζήτηση.
Μακάρι ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα να αρθρωνόταν συχνότερα με παρόμοιο τρόπο: θα είχαμε, τότε, λιγότερα «Μακεδονικά» να λύσουμε στο μέλλον…Μπράβο Θόδωρε.
Ευχαριστώ θερμά! Έχεις απόλυτο δίκιο για τη βαθύτερη διασύνδεση μεταξύ του πολιτισμού του δημοσίου λόγου και της οξύτητας των ζητημάτων, τα οποία αυτός καλείται κάθε φορά να σχολιάζει..
Πέρα από τις παραμέτρους που αναφέρετε στο κείμενό σας υπάρχουν και άλλα που καθιστούν νομίζω τη συμφωνία περισσότερο θετική από αρνητική.
Μία παράμετρος είναι ότι ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ, γεγονός που από μόνο του έχει θετικές οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα. Επίσης από μόνη της η προοπτική εισόδου της ΠΓΔΜ στην ΕΕ θα σταθεροποιήσει περισσότερο την χώρα και θα περιορίσει τις όποιες δυνατότητες των ακραίων Αλβανικών (κυρίως) στοιχείων να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση διάλυσης της χώρας. (Θέλουμε Μεγάλη Αλβανία ή Βουλγαρία;)
Χωρίς αυτά τις παραμέτρους και εγώ θεωρώ ότι η συμφωνία είναι (αν μπορούμε να το ποσοστικοποιήσουμε) 60%-ΠΓΔΜ 40%-Ελλάδα. Λαμβάνοντας υπόψη όμως και παράγοντες όπως αυτούς που ανέφερα τα κέρδη για την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερα από τις όποιες απώλειες στο θέμα της ιθαγένειας ή την γλώσσας.
Σίγουρα συμφωνώ με την άποψη ότι η σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ είναι προς όφελος της Ελλάδας. Και σε ένα τόσο σύνθετο θέμα, στη «ζυγαριά» των επιχειρημάτων μπορεί κανείς σαφώς να παραθέσει στοιχεία που γέρνουν την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη αποτίμηση των εξελίξεων. Ο δικός μου προβληματισμός είναι κατά πόσον η (ευκταία) οικονομική και πολιτική σταθεροποίηση της γείτονος μπορεί να εξαλείψει μακροπρόθεσμα ιστορικά και ταυτοτικά πάθη που προς το παρόν μοιάζουν ιδιαίτερα έντονα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι θα έπρεπε σε ονοματολογικό-γλωσσολογικό επίπεδο να ενταχθεί στη σφαίρα της συμφωνίας και το πεδίο της γλώσσας και της ιθαγένειας, με αντίστοιχες τροποποιήσεις στα γλωσσικά σημαίνοντα και της ελληνικής πλευράς. Ενδεχομένως, πάντως, το επερχόμενο δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ να αποτελέσει δείγμα γραφής για το πώς εν τέλει προσεγγίζει τα πράγματα η πλειονότητα του πληθυσμού της.