Αρχική > Ιστορικά, Πολιτικά > Οι Κύπριοι «ανταγωνιστές μας»; Η ακαδημαϊκή εκδοχή του «κείται μακράν»

Οι Κύπριοι «ανταγωνιστές μας»; Η ακαδημαϊκή εκδοχή του «κείται μακράν»

«Για εξηγήστε μου, τι ακριβώς προστατεύετε με το να μην αλλάξετε το άρθρο 16;» ήταν το ερώτημα που απηύθυνε στις 13/02/2019 στη Βουλή ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αναπτύσσοντας μια σειρά επιχειρημάτων, ο Κ. Μητσοτάκης κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Το μόνο που προστατεύετε είναι τους ανταγωνιστές μας. Τις άλλες χώρες, δηλαδή, οι οποίες έχουν αναπτύξει μια δυναμική αγορά ιδιωτικής παιδείας που εσείς δεν επιτρέπετε. Ναι, την Κύπρο την προστατεύετε, τη Βουλγαρία την προστατεύετε, τη Ρουμανία την προστατεύετε…». Λίγες μέρες αργότερα, στις 28/02/2019, σε τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ, η Νίκη Κεραμέως δήλωνε (24:14-24:32 στο βίντεο) ότι «το βράδυ που ψηφιζόταν η συνταγματική αναθεώρηση […] όταν η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 που αφορά στα μη κρατικά και ιδιωτικά [ενν. πανεπιστήμια] συγκέντρωσε μόλις 93 από τις 300 ψήφους του ελληνικού κοινοβουλίου, μία χώρα πανηγύριζε, και αυτή η χώρα ήταν η Κύπρος». Περίπου ένα έτος πριν τις συγκεκριμένες δηλώσεις, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) καλούσε τα υποψήφια μέλη Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ) να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση, με το τρίτο σημείο της οποίας οι υποψήφιοι διαβεβαίωναν ότι δεν είναι «μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., μόνιμοι Δημόσιοι Υπάλληλοι και υπάλληλοι ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΔΕΚΟ, Τραπεζικών Ιδρυμάτων, και Ιδιωτικού τομέα που έχουν αναλάβει έργο μέλους Σ.Ε.Π. στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΑΠΚΥ) και στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας».

Terra incognita;

Η «υπερκομματική» αυτή αντίληψη της Κύπρου ως ανταγωνιστικής χώρας, εξομοιούμενης μάλιστα στην ομιλία Μητσοτάκη με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, μοιάζει τόσο αυτονόητη, ώστε περνά εντελώς απαρατήρητη στο πλαίσιο του εν Ελλάδι δημοσίου λόγου. Και δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία ότι από μια αμιγώς οικονομική σκοπιά ανταγωνισμός υπάρχει πάντοτε εντός και μεταξύ των κοινωνιών. Θα άξιζε, ωστόσο, να διερωτηθούμε: Θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε τον πρόεδρο Ερντογάν, απευθυνόμενο σε πολιτικό του αντίπαλο, να σκιαγραφεί δημοσίως ως ανταγωνιστές της Τουρκίας τους Τουρκοκυπρίους; Υποβλέπουν άραγε το τουρκικό υπουργείο παιδείας ή τα τουρκικά πανεπιστήμια ως ανταγωνιστικά τα τουρκοκυπριακά πανεπιστήμια και αντιστρόφως; Με άλλα λόγια, από γεωστρατηγική πλέον άποψη, τι είδους αντίληψη είναι αυτή που αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά τη μοναδική, μετά από χιλιάδες χρόνια, εναπομείνασα ελληνική κρατική οντότητα πλην του νεοελληνικού κράτους; Πόσο τραγικά εσωστρεφής μπορεί να είναι η ελλαδική, ως συνήθως μανιχαϊστική δημόσια συζήτηση περί της ανώτατης εκπαίδευσης, όταν καταλήγει να υποβλέπει ως ανταγωνιστή ένα πανάρχαιο κομμάτι ελληνισμού, στις δομές μάλιστα του οποίου δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια ένα πλήθος Ελλαδιτών διδασκόντων και φοιτητών;

Στο ζήτημα που εξετάζουμε οι δηλώσεις Μητσοτάκη και Κεραμέως, καθώς και η υπεύθυνη δήλωση του ΕΑΠ μοιάζουν να αποτελούν ακαδημαϊκά επιφαινόμενα του ίδιου βαθύτερου «παραδείγματος», που είναι το γνωστό «η Κύπρος κείται μακράν». Ενός παραδείγματος που όσο κι αν «ξορκίζεται» στις εθιμοτυπικές, περί εξωτερικής πολιτικής δημόσιες δηλώσεις, συνεχίζει να υφίσταται σε ανώτερο (και υπερκομματικό) πολιτικό επίπεδο επειδή, μεταξύ άλλων, έχει πολύ συγκεκριμένες, βαθύτερες ρίζες στην πλειονότητα του ελλαδικού πληθυσμού. Οι ρίζες αυτές μπορούν να διαφανούν αν θέσει κανείς μερικά απλά ερωτήματα: Είναι αλήθεια ή όχι ότι ως Ελλαδίτες γνωρίζουμε συχνά περισσότερα πράγματα για την Αγγλία, τις ΗΠΑ ή άλλες χώρες του εξωτερικού απ’ ό,τι για την Κύπρο; Τι βαθμό θα παίρναμε αν μας υπέβαλλαν σε ένα σύντομο τεστ με ερωτήσεις για σημαντικά δημόσια πρόσωπα, πολιτικά κόμματα, πολιτιστικά μνημεία, γεωγραφικά δεδομένα και ιστορικά γεγονότα της Κύπρου; Υπάρχουν ή όχι συμπολίτες μας στην Ελλάδα που, αν και γενικώς πολυταξιδεμένοι εντός και εκτός συνόρων, δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ την Κύπρο; Αν οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα είναι αυτές που φανταζόμαστε, τότε δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι για την πλειονότητα των εν Ελλάδι Ελλήνων η Κύπρος παραμένει σε σημαντικό βαθμό terra incognita και στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και μια άλλη δήλωση της Νίκης Κεραμέως στην τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω (28:33-28:45 στο βίντεο). «Θεωρώ λάθος», είπε η νυν υπουργός παιδείας, «το υπουργείο παιδείας να έχει άποψη για το κάθε προπτυχιακό και κάθε μεταπτυχιακό πρόγραμμα του κάθε πανεπιστημίου της χώρας. Το θεωρώ λάθος και δεν ξέρω να γίνεται πουθενά αλλού στον κόσμο». Στην Κύπρο, ωστόσο, το κάθε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα όλων των πανεπιστημίων της χώρας (δηλαδή δημοσίων και ιδιωτικών) αξιολογείται από τον λεγόμενο Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙΠΑΕ). Η αξιολόγηση αυτή αφορά και την ίδια την εκκίνηση ενός νέου προγράμματος, το οποίο δεν επιτρέπεται να προσφερθεί αν δεν έχει πρώτα αδειοδοτηθεί από τον ΔΙΠΑΕ. Ο τρόπος, με τον οποίο λαμβάνει χώρα η αξιολόγηση και αδειοδότηση αυτή, αν ήταν πιο γνωστός στην Ελλάδα, θα απασχολούσε ίσως όχι μόνο τη δημόσια συζήτηση, αλλά και αρκετούς επιστήμονες που καταπιάνονται με ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού.

Ο λόγος είναι ότι ο κυπριακός ΔΙΠΑΕ βασίζει τις αξιολογήσεις του σε επιτροπές, τα μέλη των οποίων είναι πανεπιστημιακοί όχι από την Κύπρο, αλλά από το εξωτερικό, από διαφορετικές χώρες, διαφορετικά πανεπιστήμια και ενίοτε διαφορετικές επιστημονικές ειδικότητες. Συχνά στις επιτροπές αυτές συμμετέχει και ένας τουλάχιστον Ελλαδίτης πανεπιστημιακός, ο οποίος όμως, ακόμα κι αν προσέρχεται με «ανταγωνιστικά» ως προς την Κύπρο αντανακλαστικά, αναγκαστικά μειοψηφεί μεταξύ των συνήθως τριών άλλων ξένων συναδέλφων του. Στην εκάστοτε επιτροπή του ΔΙΠΑΕ υποβάλλεται κάθε φορά ένας ογκώδης φάκελος που περιλαμβάνει μια αρτιότατη, εκτενή και αναλυτική περιγραφή όχι μόνο του εκάστοτε προγράμματος γενικώς, αλλά και όλων των επιμέρους μαθημάτων ή θεματικών ενοτήτων του. Βάσει συγκεκριμένου προτύπου, παρατίθενται για κάθε μάθημα ή θεματική ενότητα σκοποί, στόχοι, προσδοκώμενα μαθησιακά αποτε­λέσματα, περιεχόμενο, μεθοδολογία, σχολιασμένη βιβλιογραφία και αναλυτική εβδο­μαδιαία διάρθρωση σε έκταση αρκετών δεκάδων σελίδων. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, κάθε τέτοιος φάκελος αποτελείται συνήθως συνολικά από εκατοντάδες σελίδες και απαιτεί εμπειρία και σοβαρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Σαν αποτέλεσμα, για την προετοιμασία του φακέλου κάθε προγράμματος τα κυπριακά πανεπιστήμια ωθούνται να συμβληθούν με εγνωσμένης αξίας διδακτικό προσωπικό, να εκταμιεύσουν σχετικά κονδύλια για την αμοιβή του και να επενδύσουν έτσι από την πρώτη στιγμή στην αξιοκρατία και στην υψηλή ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δεν είναι, επίσης, μυστικό ότι τα προγράμματα των ιδιωτικών πανεπιστημίων της Κύπρου αντιμετωπίζονται συχνά με μεγαλύτερη αυστηρότητα απ’ ό,τι τα αντίστοιχα των δημοσίων. Με αυτό τον τρόπο η Κύπρος υλοποιεί στην ανώτατη εκπαίδευση μια ιδιαίτερα λειτουργική εκδοχή αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «κοινωνικός φιλελευθερισμός»: ένα σύστημα φιλελεύθερο μεν, ώστε να επιτρέπει την ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά ταυτόχρονα και αυστηρά ελεγχόμενο ως προς την ποιότητά του προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Πώς κατάφερε η Κύπρος να έχει ένα τέτοιο σύστημα; Πώς και υπό ποιες συνθήκες θεσμοθετήθηκε και έγινε αποδεκτή η ουσιαστική γνωμοδοτική εξουσία επιτροπών με σοβαρούς ξένους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι ενίοτε συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους στο πλαίσιο της επιτροπής του ΔΙΠΑΕ; Γιατί τα κυπριακά πανεπιστήμια, δημόσια και ιδιωτικά, δεν αφέθηκαν απλώς ελεύθερα να πράττουν κατά το δοκούν και να εισάγουν εική και ως έτυχε όποιο πρόγραμμα επιθυμούν; Τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντικατοπτρισμοί του ερωτήματος γιατί δεν έχει και η Ελλάδα ένα παρόμοιο σύστημα. Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη ή αυτονόητη, αλλά συνδέεται με ζητήματα ιστορίας και πολιτισμικής ταυτότητας που ελάχιστα έχουν ως τώρα αποτελέσει αντικείμενο της εν Ελλάδι δημόσιας ή και επιστημονικής συζήτησης. Αν, ωστόσο, η Κύπρος δεν «έκειτο μακράν», αν δεν αντιμετωπιζόταν στην Ελλάδα απλώς ως επιχαίρων ακαδημαϊκός ανταγωνιστής, θα μπορούσαμε ίσως να αντλήσουμε από αυτήν διδάγματα αποφασιστικής σημασίας για πτυχές της πολιτισμικής μας ταυτότητας και της κρατικής μας υπόστασης.

Θα μπορούσαμε, επίσης, εν μέσω της χαλαρής ατμόσφαιρας του καλοκαιριού, της υπέροχης εκείνης εποχής του έτους που επεφύλαξε δυστυχώς κάποτε δραματικές εξελίξεις για την Κύπρο, να κάνουμε ένα περαιτέρω βήμα. Να αναλογιστούμε, δηλαδή, μήπως το ζήτημα της ανώτατης εκπαίδευσης προσφέρει μια ευκαιρία όχι απλώς να προσεγγίσουμε την Κύπρο διαφορετικά, αλλά και να αρχίσουμε να αναθεωρούμε στην πράξη το δόγμα «κείται μακράν». Μήπως αντί να θηριομαχούμε (από όποια πλευρά κι αν στεκόμαστε) για το άρθρο 16, την ύπαρξη ή μη ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα ή το άσυλο, θα ήταν απλώς καλύτερο να οραματιστούμε την υπαγωγή του συνολικού συστήματος των ελλαδικών ΑΕΙ (δημοσίων ή και των όποιων μελλοντικών ιδιωτικών) στη δικαιοδοσία του κυπριακού ΔΙΠΑΕ; Αν υπάρχει ένας ελληνισμός και ένα ελληνικό κράτος με δομές πιο προηγμένες από αυτές των Αθηνών, μήπως θα πρέπει, ίσως για πρώτη φορά, να σκεφτούμε το ιστορικό σενάριο μιας λελογισμένης μεταφοράς κρατικών αρμοδιοτήτων στην άλλη αυτή ελληνική κρατική οντότητα; Το νέο ελληνικό κράτος δεν ευτύχησε να έχει πρωτεύουσα τη Σμύρνη, το σημαντικότερο ίσως ελληνικό αστικό κέντρο κατά τον 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, τοποθετημένο γεωγραφικά κατά ιδανικό τρόπο περίπου στο μέσον μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να διέπεται ως προς την κρατική της υπόσταση μέχρι σήμερα από τις πιο παραδοσιακές πολιτισμικές (και εθνοτικές) δομές του νότιου ελλαδικού χώρου. Ο ελληνισμός της Ανατολής όμως, στην προκειμένη περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου, δεν έπαψε να υπάρχει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Συνεχίζει να υφίσταται, έστω και «κείμενος μακράν», έχοντας μάλιστα να επιδείξει σε συγκεκριμένες πτυχές της κρατικής του οργάνωσης μια σαφώς πιο επιτυχημένη μεταοθωμανική ιστορία. Μήπως είναι αυτή η ιστορία, στην οποία πρέπει ως Ελλάδα να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας, αντί να αναζητούμε τους από μηχανής θεούς του εκσυγχρονισμού μας μόνο στις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο; Μήπως το «κείται μακράν» πρέπει να δώσει τη θέση του στο «κείται εντός»;

Αν ναι, τότε θα μπορούσαμε ίσως, στις αρχές του 21ου αιώνα, να επιχειρήσουμε την επικαιροποίηση και ουσιαστική τροποποίηση του οράματος της ΕΟΚΑ για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Να οραματιστούμε, δηλαδή, όχι πλέον την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελλαδικό κράτος, αλλά ένα μοντέλο «συνδιοίκησης» των δύο ελληνικών κρατών με τον διαμοιρασμό κρατικών αρμοδιοτήτων μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, αρχής γενομένης από το πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης. Η υπαγωγή των ελλαδικών, όπως και κυπριακών ΑΕΙ στη δικαιοδοσία του κυπριακού ΔΙΠΑΕ, η εκλογή νέων μελών ΔΕΠ σε Ελλάδα και Κύπρο με βάση τα κυπριακά πρότυπα και η κατάργηση του ΔΟΑΤΑΠ σε ό,τι αφορά πτυχία κυπριακών πανεπιστημίων θα μπορούσαν να είναι ορισμένες μόνο από τις πτυχές ενός νέου εκπαιδευτικού, αλλά και γεωστρατηγικού παραδείγματος. Η συγκρότηση ενός «ενιαίου εκπαιδευτικού χώρου» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου θα μπορούσε, φυσικά, να επεκταθεί και σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η αναίρεση του «κείται μακράν» δεν θα είναι ποτέ ουσιαστική και μακρόπνοη, αν δεν ξεκινά από την πρώτη τάξη του δημοτικού, με τους μαθητές του κάθε ελληνικού κράτους να εξοικειώνονται ήδη από νωρίς συστηματικά με την ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό του άλλου.

Δεν υπάρχει, τέλος, αμφιβολία ότι η εγκατάλειψη της λογικής του «κείται μακράν» με τρόπους σαν αυτούς που σκιαγραφούμε περνά ως έναν βαθμό και μέσα από μια αντίστοιχη προσέγγιση του κυπριακού ζητήματος. Παρότι το θέμα αυτό δεν μπορεί να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, η περιγραφόμενη εδώ αλλαγή παραδείγματος θα προϋπέθετε να μην περιορίζεται πλέον η Ελλάδα στην μακρόθεν συμπαράσταση, αλλά να προσεγγίζει πιο ενεργά το ζήτημα υπό το πρίσμα της ουσιαστικής σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ του ελληνισμού Ελλάδος και Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι προσπαθήσαμε να καταδείξουμε σε αυτό το κείμενο, είναι το γιατί οι ελλαδικές πολιτικές κορώνες περί της Κύπρου ως «ανταγωνιστή μας» συνιστούν όχι μόνο μια λυπηρή πραγματικότητα, αλλά και την γεωστρατηγική εκδοχή της γνωστής ρήσης «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». 45 καλοκαίρια μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974 όσοι κολυμπάμε στον Πρωταρά, στο Πόρτο Κατσίκι και στο Ναυάγιο δεν κολυμπάμε σε «ανταγωνιστικές» θάλασσες, αλλά σε κομμάτια του ίδιου εκείνου ελληνικού καλοκαιριού, του οποίου οι οδυνηρές εκκρεμότητες θα κλείσουν μόνο όταν κάποια στιγμή, με κάπως μεγαλύτερο πλεόνασμα σοβαρότητας και οράματος, θα κολυμπήσουμε και πάλι στην Αμμόχωστο.

Κατηγορίες:Ιστορικά, Πολιτικά
  1. npo
    14 Αυγούστου, 2019 στο 21:14

    Χαίρομαι που αναφέρεις το θέμα γιατί νόμιζα πως είμαι ο μόνος που του κάνει εντύπωση. Σε πρόσφατη εκπομπή σε ιδιωτικό σταθμό ο αναλυτής είπε πως οι Τούρκοι θα στείλουν το 4ο ερευνητικό σκάφος στην ΑΟΖ της Κύπρου κι όχι σε μας κι η ξανθιά παρουσιάστρια είπε φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο «α, ωραία τότε»… Δεν μπορώ να περιγράψω πως ένοιωσα.. Το στομάχι μου έγινε ένας βαρύς κόμπος.. Ελλαδίτικη κατάντια..

    Η πρότασή σου για το ΔΙΠΑΕ είναι ιδιοφυής, αλλά της δίνω 0.00001% πιθανότητες υλοποίησης απ το Δουκάτο των Αθηνών. Γιατί η Κύπρος μπορεί ν απέχει με τ αεροπλάνο μόνο 1 ώρα 42 λεπτά αλλά είναι πολύ μακριά σε σύγκριση με το Λονδίνο και το Βερολίνο.

    • 14 Αυγούστου, 2019 στο 21:42

      Είναι δυστυχώς ακριβώς όπως τα λες…Και η πρόταση για τον ΔΙΠΑΕ έχει σίγουρα το χαρακτήρα πιο πολύ του νοητικού πειράματος (προσπαθώντας να καταδείξει πόσο διαφορετικά θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τη σχέση μας με την Κύπρο) και σαφώς λιγότερο του ρεαλιστικού σχεδίου. Διότι είναι αλήθεια πως ό,τι δεν μας συμφέρει (καλό είναι να) κείται πολύ μακράν…

  2. 17 Αυγούστου, 2019 στο 14:05

    Και εδώ, με διαφορά λίγων ημερών από την παρούσα ανάρτηση, ένα συναφές άρθρο του καθηγητή Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας:

    https://www.kathimerini.gr/1038523/opinion/epikairothta/politikh/idiwtika-panepisthmia-to-kypriako-paradeigma?fbclid=IwAR093PMpWnJEfPWY5_ummktRLfMI2QebZfBNbNEStM-DWdM7CdokKMm7hLM

  1. No trackbacks yet.

Αφήστε απάντηση στον/στην npo Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.